Φτώχια μεγάλη έπεσε στ' Ολύμπου τα παλάτια
εφαλιρίσαν οι θεοί δεν έχουν πια καζάντια.
Κι ο Ζεύς εσυλλογίζετο πως θα τα κονομήσει
γιατί της Ήρας την οργή δε θέλει ν' αντικρύσει.
Μα ξαφνικά θυμήθηκε πως έχει περιουσία
όσους νεκρούς πασχίσανε για την φιλοσοφία
έτσι το αποφάσισε εκείνους να πουλήσει
και πάλι πίσω στους θνητούς τη δόξα τους ν' αφήσει
"ποιός εκεί κάτω θ' αρνηθεί" εσκέφθηκε ο Δίας
"αν ειν' να γίνει Πλάτωνας. Σωκράτης ή Φειδίας;"
Και τον Ερμή εφώναξε, το γιο τον προκομμένο
να τελαλήσει στους θνητούς το αποφασισμένο:
"Αν θέλετε ανθρώποι μου. φιλόσοφου την δόξα,
πουλάμε Πλάτωνα καλό, κι ας έχει λίγη λόξα!
Και Πυθαγόρα έχουμε, Σωκράτη ξηγημένο
στον Κάτω Κόσμο τον κρατώ, καλά συντηρημένο.
Τρεχάτε να προλάβετε, μια είν' η ευκαιρία
ν' ασχοληθείτε άκοπα με τη φιλοσοφία!"
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ
Ο λόγος δεν απόσωσε, κι αγοραστές φανήκα
Γιατί πολλοί θελήσανε Σοφία να ‘χουν προίκα
Και πρώτον εμφανίσανε τον μέγα Πυθαγόρα
και εύκολα τα πράγματα φανήκανε πια τώρα.
Των αριθμών τον κάτοχο, της μουσικής τον γνώστη
Ήταν και μάντης φοβερός, για τα άστρα είχε γνώση...
«Από τη Σάμο έρχομαι» είπε τότε εκείνος
«στην Αίγυπτο εσπούδασα, δεν είμαι θεατρίνος.
Καθαίρω όλες τις ψυχές χωρίς την ομιλία
Πέντε χρονάκια σιωπηλός, θα βρίσκεις τη Σοφία.
Τα σύμβολα των αριθμών θα μάθεις στη συνέχεια
κι από το πνεύμα σου ευθύς, θα διώξεις την ανέχεια.
Μα και το νόημα της Γής, και της Φωτιάς την έννοια
Και του Νερού τα μυστικά, τ’ Αέρα τη Συνέχεια.
Σώματα νέα θ’ αποκτάς κάθε που θα πεθαίνεις
άλλος θα γίνεσαι ευθύς, και θα μεταναστεύεις.
Αρκεί να κάνεις δίαιτα, το κρέας να μην τρώγεις
και τα κουκιά να θυμηθείς, ποτέ να μη ζυγώνεις
Για κοίτα, έλα, σήκωσε λιγάκι τον χιτώνα…
Το μπούτι μου ολόχρυσο απόχτησα πια τώρα…»
Ο άνθρωπος τρελάθηκε, ευθύς τον αγοράζει
τον πήρε παραμάσχαλα αμέσως τον αρπάζει.
Τριακόσιοι τον ζητάγανε, αλλά τον πήρε ένας
Με δέκα μνές που έδωκε, δεν τα ‘χει κι ο καθένας…
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Μα τώρα πια τα εύκολα τελείωσαν, τι θέλεις
Γιατί σειρά να πουληθεί, είχεν ο Διογένης...
Ελεύθερος επίστευε πως ήταν ο καημένος
Μα τώρα αμέσως τον πουλούν σα να ’ταν σκλαβωμένος.
Βρώμικος και αχτένιστος μ’ ένα μικρό δισάκι
κι ένα μπαστούνι φοβερό, δεν έμοιαζ’ από τζακι…
Σα Κυνικός που ήτανε, σα σκύλος αλυχτούσε
και τον πελάτη φόβιζε και τον τρομοκρατούσε.
«Τη λευτεριά πρεσβεύω ’γω κι όχι την πολυτέλεια
πρέπει κουρέλια να ντυθείς αν θες να ζήσεις τέλεια.»
Έτσι μιλούσε στο λαό ο μέγας Διογένης
Κι αυτοί τον σιχαινότανε, σαν θέλεις και δεν θέλεις…
«Πατρίδα δεν θα μελετάς, ούτε παιδιά, γυναίκα
τα πλούτη σου στη θάλασσα, αν με ακούσεις, πέτα.
Θα ζήσεις στο σκουπιδαριό, θα φύγεις απ’ το σπίτι
μόνο βιβλία θα κρατάς, και ας σε λεν αλήτη.
Στον κόσμο μέσα κι αν σταθείς, δεν θα ‘χει σημασία
ελεύθερα θα ενεργείς, κι ας είναι μαλακία.
Και βασιλιάδες κι άρχοντες και πλούσιους αντάμα
όλους θα τους περιφρονείς, σα να το έχεις τάμα.
Θα ντύνεσ’ ατημέλητα, με ρυπαρά κουρέλια
θα περπατάς προκλητικά, άπλυτα θα ‘χεις γένια.
Αναίδεια χρειάζεσαι, όλους να τους προσβάλλεις
και όχι κάποια μόρφωση, διόλου μην αμφιβάλλεις.»
«Δεν μ’ έπεισες βρε άνθρωπε» του είπε ο πελάτης
«Η φάτσα σου μου φαίνεται πως κάνεις για εργάτης.
Και άμα είν’ να ξοδευτώ, και να σε αγοράσω
στο κτήμα μου ωσάν σκαφτιά θε να σε δοκιμάσω…»
«Πάρτον τον πούστη» λέει ο Ερμής «και μου τα έχει πρήξει
τέτοιον αλήτη καυγαντζή δεν έχω αντικρύσει..»
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ - ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
Και τότε πάλι ο Ερμής έκανε τον ντελάλη
και φώναζ’ ασταμάτητα στη μέση στο παζάρι:
«Ο ένας κλαίει γοερά κι ο άλλος μας γελάει
δυο φιλοσόφους σας πουλώ που ταίρι τους δεν κάνει !
Δημόκριτος ο ξακουστός, Ηράκλειτος ο μέγας
σοφία έχουν τρομερή οπού δεν έχει πέρας!»
«Γελώ», λέει ο Δημόκριτος, «γιατ’ είσαστε για γέλια
συγκολλημένα Άτομα, και όχι τόσο τέλεια
της ύλης παιχιδίσματα της τύχης περιγέλια…»
«Τι ν’ αγοράσω απ αυτόν» έκανε ο πελάτης
«δεν μας μιλάει σοβαρά, είναι σαν υπνοβάτης»
Κι εσύ Ηράκλειτε τρανέ τι έχεις κι όλο κλαίεις;»
«Τέλος του κόσμου βλέπω γω. Εσύ δεν το προβλέπεις;
Τα πάντα θα καταστραφούν, όλα πρέπει ν’ αλλάξουν
έτσι ο κόσμος φτιάχτηκε, όλα θε να ρημάξουν
κι αξία δεν υπάρχει πια, μήτε μικρό, μεγάλο
σοφό κι ανόητο θαρρώ, ομοιάζουν το ΄να τα’ άλλο.
Θεοί είναι οι άνθρωποι που όμως θα πεθάνουν
και οι θεοί απέθαντοι άνθρωποι μου φαντάζουν»
Κι απηλογήθη κι είπε του, πελάτης και λαλεί του:
«Τέτοια να λες βρε άνθρωπε, κι εγώ σε αγοράζω
πήγαινε πέρα στη γωνιά, εκεί είμαι και φωνάζω! »
Τι είν’ ετούτο το κακό, που πάει η κοινωνία
όταν οι δυο φιλόσοφοι έγιναν αβαρία…
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Κι εβγήκε πάλιν ο Ερμής ξανά να τελαλήσει:
«Σας έχω εδώ ‘ναν φλύαρο, σας γέμισα το μάτι
απ την Αθήνα είν’ αυτός, και τονε λεν Σωκράτη»
Πελάτες εμφανίστηκαν , κι όλοι τονε ρωτούσαν
ποια ειν η ειδικότης του, αυτά που τον τραβούσαν.
«Δεν θέλει πολύ ψάξιμο» εκείνος απαντούσε
«με τα’ αγοράκια μπλέκομουν, εκείνα αγαπούσα.
Στον Έρωτ’ ειδικεύομαι και για την ομορφιά τους
πολλούς καημούς υπέφερα κι ας έχουν την υγειά τους.
Μη με παρεξηγήσετε, αγάπησα το πνεύμα
και τίποτα δεν έκανα ποκάτ’ απ’ την κουβέρτα.
Παιδαγωγός είμ' άριστος μεγάλη ευκαιρία
γιατί καλά ειδικεύτηκα εις την παιδεραστία.
(σημ. η λέξη 'παιδεραστία΄ επί λέξει στο πρωτότυπο)
Με τις γυναίκες σκέφθηκα κάτι πολύ ωραίο
ελεύθερο τον έρωτα, και όχι πια λαθραίο.
Πολίτευμα καθόρισα να ’ν’ μοναχά δικό μου
με νόμους που καθόρισα από τον εαυτό μου.
Και μοναχά ορκίζομαι στο σκύλο, στο πλατάνι
γιατί το όνομα θεού στα χείλη μου δεν φτάνει.
Και για τον Κόσμο όρισα πως είναι η εικόνα
ιδέας που αλλού αυτή αόρατ’ είναι τώρα.»
Κι ευρέθη ο αγοραστής, το όνομά του Δίων
και πλήρωσε για χάρη του τα τάλαντα τα δύο.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
«Περάστε να θαυμάσετε μια φιλοσόφου φάτσα»
ελάλησε και φώναξε θεός Ερμής στην πιάτσα
«σε άλλους εμαθήτευσε που είχα προηγουμένως
μα μοναχά που τούτος δω είναι ξεντροπιασμένος.
Είναι και ασεβέστατος λες κι είναι τυμβωρύχος
Μα για παρέα ειν’ καλός και για το γλέντι φίνος.
Πάρε τον άνθρωπε καλέ, και βάλε τον καβάντζα,
με δύο μνες που έδωκες θε να γλεντάτε πάντα.»
ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ
Τον Στωικό εφέρανε μετά εις το παζάρι
και ξύλο έπεσε πολύ, το ποιος θα τονε πάρει…
Μες το κεφάλι μάζευε σωρούς σωρούς τις Γνώσεις
και παλληκάρι ήτανε, και βασιλιάς με δόσεις.
Κάτι επήγε για να πει, ο Χρύσιππος εκείνος
και όλοι εσωπάσανε, τους έπιασεν ο ζήλος.
«Σα δε περνά απ’ το χέρι μου ο πόνος δε με μέλλει
κι η συμφορά που θα με βρει δεν με ενδιαφέρει.
Σύμβαμα παρασύμβαμα, αυτά επικαλούμαι
(ανάθεμα κι αν ξέρουμε αυτά τι θε να πούνε...)
οι συμφορές που θα σε βρούν, αν είναι, θα σε βρούνε.
Κι άλλο ταλέντο έχω ‘γω, του λόγου την πλεκτάνη
άμα αρχίσω να μιλώ, άκρη κανείς δε βγάνει.
Και παραδείγματα θα πω αμέσως κι επί τόπου
να κάνω 'γω τη λογική, μπαίγνιο του Ανθρώπου.
Αν στον κροκόδειλο ζητάς μη φάγει το παιδί σου
που είναι η αξία σου και που η λογική σου;
Γιατί θηρίο είν' αυτό που τρώει τους ανθρώπους
κι όσο να τον παρακαλάς μάταια κάνεις κόπους.
Κι αν πάλι δεν του το ζητάς τι στην ευχή πατέρας
άσπλαχνος είσαι και φονιάς, εισ' ένα σκέτο τέρας.
Κι άλλο παράδειγμα θα πω, για να σου αποδείξω
πως λογική και νόημα εγώ θα τα πηδήξω.
Όσο κι αν τον πατέρα σου μου λες πως τον γνωρίζεις
με σκεπασμένο πρόσωπο δεν τον αναγνωρίζεις .
Άρα μου λέγεις ψέματα, είσαι απατεώνας
τα ψεύδη σου κατάφατσα τα ρίχνεις μου γελώντας.
Μονάχα ένα μυστικό έχει αυτή η Σοφία,
(μα φυσικά να μελετάς και κάμποσα βιβλία)
αλλά κυρίως φίλε μου, για να χεις το μυαλό μου
πρέπει το τρελοβότανο να το ρουφήξεις, φως μου.
Μα μη σε κοροϊδεύουνε, με την Φιλοσοφία
ταιριάζει, λέω, μια χαρά, και η Οικονομία.
Έτσι εγώ τα δίδακτρα εισπράττω δίχως άλλο
και επιπλέον κάνω τους ένα καλό μεγάλο.
Γιατί δεν είναι εύκολο, τη φύση των πραγμάτων,
μ’ έναν απλό συλλογισμό εγώ να την αλλάξω.
Η πέτρα, ας πούμε είν’ νεκρή μα είναι κι ένα σώμα
και άνθρωπος θα γίνεται, σώμα όμοιο με σώμα.
Η διαφορά είναι μικρή, βλέπεις στο κάτω κάτω,
και εύκολο είν’ το μυαλό να φέρω άνω κάτω.»
«Είσαι πολύτιμος εσύ» φώναξε ο πελάτης
«σ’ έχω ανάγκη άμεση, Δάσκαλε της Απάτης
Σε παίρνω ευθύς, φιλόσοφε, μόνο να προσπαθήσεις
και από πέτρα σ' άνθρωπο πάλι να με γυρίσεις»
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Λίγοι μας απομείνανε και φτάσαμε εντέλει
ν’ ασχοληθούμε σοβαρά με τον Αριστοτέλη.
Μονάχα έν ελλάτωμα είχε σαν μελετούσε
εκεί 'ναι που τον βάραγε και όλο περπατούσε...
Σοφός είναι και σοβαρός κι ακριβολόγος μάλλον
πολύ ενδιαφέρεται και για το περιβάλλον
και της ψυχής τα μυστικά, αλλά και για τα στρείδια
το βάθος του ωκεανού και για τα κουνουπίδια.
Ο γάιδαρος, θε να σου πει, δε μοιάζει του ανθρώπου
διότι τούτος δεν γελά, δεν χτίζει επί τόπου!
Αμέσως τον αγόρασαν, τον πήρανε μαζί τους
κι ελπίζω, βελτιώσανε όλοι την ύπαρξή τους.
ΠΥΡΡΩΝ
Απόμεινε ο «Σκεπτικός» , για όλα αμφιβάλλει.
ο Πύρρων που αναζητά και όλο αναβάλλει.
«εγώ δεν ξέρω τίποτα» λέει και ξαναλέει
«δεν ξέρω αν υπάρχουμε, δεν ξέρω τι συμβαίνει
κι ακόμα εγώ δεν σκέφτομαι, δε νοιώθω και δεν βλέπω
σα το σκουλήκι σέρνομαι και τίποτα δεν έχω.
Κι αν με αγόρασες εσύ» είπε προς τον πελάτη
«θα πω πως δεν το έμαθα, δεν αντελήφθην κάτι
Πολύ θα ήθελα να δω αν είμαι σκλαβωμένος
μα από περιορισμούς είμαι χαντακωμένος.
Να κρίνω τίποτα εγώ δεν έχω εξουσία
δεν ξέρω καν αν έχω ‘γω καμία σημασία»
---------------------------------------------------------
Βαρια εστέναξ΄ο Ερμής.Τέλειωσε η αγγαρεία
κι ο κόσμος πια εγέμισε από φιλοσοφία.
Ο Λουκιανός το έγραψε, Σκουρτέλης διασκευάζει
και δυστυχής θα είναι πια όποιος κι αν το διαβάζει…
ΤΕΛΟΣ