ROBERT E. HOWARD
Η
ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΠΑΓΩΜΕΝΟΥ ΓΙΓΑΝΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Δημήτρης Σκουρτέλης
Βαριεστισμένος
από τον πολιτισμό και την μαγεία του, ο Κόναν κάλπασε πίσω στον τόπο του, την
Κιμμερία. Μετά από κανα-δυό μήνες με γυναικοδουλειές και μεθύσια, εβαρέθη, και
είπε να πάει να κουρσέψει το Βανχάιμ με τους παλιούς του βλάμηδες, τους Έζιρ.
Οι κοπανιές των σπαθιών και των μπαλτάδων είχαν
πάψει. Τα ουρλιαχτά της σφαγής είχαν σωπάσει. Σιωπή απλώνονταν στο
κοκκινοβαμμένο χιόνι. Ο θολός, χλωμός ήλιος που έλαμπε στα παγοχώραφα και τα
χιονοσκέπαστα λιβάδια άστραφτε πάνω σε διαλυμένα λουρίκια και σπασμένες
λεπίδες, εκεί όπου οι νεκροί κοίτονταν όπως έπεσαν. Άνευρα χέρια γράπωναν ακόμα
σπασμένες λαβές. Αρματωμένα κεφάλια, τραβηγμένα πίσω μέσα στους σπασμούς του
θανάτου, ύψωναν κόκκινα και χρυσά γένια στα ουράνια, σα στερνή δέηση στον Υμίρ,
τον παγωμένο Δράκο, τον θεό των πολεμιστών.
Ανάμεσα στα κοκκινισμένα κουρέλια και τα
σιδερόφραχτα κορμιά, δυο μορφές αντικρύζονταν. Μέσα στην απόλυτη ερήμωση, αυτοί
μόνο σαλεύαν. Ο παγωμένος ουρανός ήταν πάνω τους, η άσπρη απέραντη πεδιάδα γύρω
τους, άντρες νεκροί κοίτονταν στα πόδια τους. Σιμώνονταν αργά, μέσα στα
πτώματα, σαν στοιχειά που σμίγουν μέσα στα χαλάσματα ενός κόσμου νεκρού. Σε
βαριά σιωπή, στάθηκαν στήθος με στήθος.
Ήταν άντρες ψηλοί,
πυργοχτισμένοι ωσάν καπλάνια. Σκουτάρια πια δεν είχαν. Οι αρματωσιές τους
κρέμουνταν κομμάτια. Αίμα έπηζε πάνω στα λουρίκια τους. Τα σπαθιά τους ήταν
βαμμένα κόκκινα. Τα κασσίδια τους με τα βουβαλοκέρατα είχαν σημάδια βαριών
χτυπημάτων. Ο ένας ήταν μαυρομάλλης και ξουρισμένος. Τα γένια και τα μαλλιά του
άλλου ήταν κόκκινα, σαν το αίμα πάνω στο χιόνι.
«Λέγε τ’ όνομά σου» είπε ο δεύτερος, «για να πω στ’ αδέλφια μου κάτω στο Βανχάιμ, ποιος ήταν ο στερνός
απελάτης του Γούλφερ οπ’ έκοψε με το σπαθί του ο Χάιμντουλ!»
«Όχι κάτω στο Βανχάιμ» μούγκρισε ο μαυρομάλλης πολεμιστής, «μα πάνω, στη Βαλχάλλα, θε να πεις στ’
αδέλφια σου πως συναπάντησες τον Κόναν της Κιμμερίας!»
Ο Χάιμντουλ βρουχίστηκε και όρμησε, με το σπαθί του
να γράφει στράφτοντας μια καμπύλη θανάτου. Ο Κόναν μπροσμούρωσε, όπως η λεπίδα
τσακίστηκε αντιλαλώντας πάνω στο κράνος του, σκορπώντας σπίθες γαλάζιας φωτιάς.
Μα όπως παραπάταγε, τον βάρεσε, βάζοντας όλη την δυνάμη από τις φαρδιές του
κουτάλες πίσω από τη λάμα του. Η κοφτερή μύτη άνοιξε μπρούτζινους τσάκους,
έσπασε κόκαλα, και τρύπησε τα φυλλοκάρδια του κοκκινομάλλη πολεμιστή, που
ξεψύχησε στα πόδια του Κόναν.
Ο Κιμμέριος αντρειώθηκε, στα πόδια του εστάθη, τράβηξε το σπαθί του, μα
ξαφνική βαριά ζάλη τον έζωσε. Η λάμψη του ήλιου πάνω στο χιόνι του ’κοψε τα
μάτια σα μαχαίρι και τα ουράνια φάνηκαν σα να μαζεύουν και να μακραίνουν απ’
αυτόν. Στράφηκε να φύγει πια από τούτο το λιβάδι όπου ξανθόμαλλοι κουρσάροι
κοίτονταν αγκαλιασμένοι με ρούσσους μακελλάρηδες στο φιλί του θανάτου. Αλλά
μετά από μερικούς ζάλους οπού ‘καμε, η λάμψη της χιονισμένης πεδιάδας ξάφνου
έσβησε. Τα μάτια του θαμπώσανε, και κολοκάθησε πα στο χιόνι κάνοντας βασταριό
το ατσαλοντυμένο του χέρι. Πάσκισε να διώξει τα σκοτάδια από τα μάτια του
κουνώντας την κεφαλή, σα το λιόντα που τινάζει τη χήτη του.
Ένα γάργαρο γέλιο έσκισε τη ζάλη του και ξάφνου
ξαναβρήκε το φως του. Ανάβλεψε: Σαν κάτι ξένο νάχε ο τόπος γύρω που δεν
μπόραγες να πεις, μια βαφή περίεργη να σκέπαζε ουρανό και γη. Μα δεν έκατσε να
διαλογιστεί όλα τούτα. Μπροστά του, μετέωρη στ’ αγέρι, σαν κυπαρίσσι, στέκονταν
μια κοπέλα. Σα φιλντισένιο φαίνονταν το κορμί της στα σκοτισμένα του μάτια.
Παρεχτός από ένα αραχνοΰφαντο μαγνάδι, γυμνή ήταν, σαν τη μέρα. Τα πόδια της
ήταν ακόμα πιο άσπρα κι απ’ το χιόνι που μόλις άγγιζαν. Κορόιδευε τον
σαστισμένο πολεμιστή μ’ ένα γέλιο γλυκό σαν κελάρισμα χρυσοπηγής, μα
φαρμακωμένο με σαρκασμό…
«Ποιανού ‘σαι συ;» Ρώτησε ο Κιμμέριος. «Πούθεν έρχεσαι;»
«Και τι σε νοιάζει;» Η φωνή της ήταν πιο μελωδική κι από λύρα, μα
ακονισμένη με σκληράδα.
«Φώναξε τους άντρες σας!» είπε, αδράχνοντας το σπαθί του. «Κι αν έφυγε η δύναμή μου, ζωντανό δε με
πιάνετε! Το βλέπω, είσαι μια απ’ αυτούς, τους Βανίριους!»
«Είπα τίποτα τέτοιο;»
Η ματιά του καρφώθηκε πάλι στα ατίθασα μαλλιά της,
που κόκκινα του φάνηκαν πρώτη φορά. Τώρα που καλοκοίταξε, είδε πως δεν ήταν
μήτε ρούσσα, μήτε ξανθά, μα και τα δυο μαζί. Τήραγε μαγεμένος. Οι μπούκλες της
ήταν σαν μαγεμένο χρυσάφι. Όταν τις έλουσε ο ήλιος, τόσο θαμπώθηκε, που μόλις
μπόραγε να σηκώσει τα μάτια πάνω τους. Τα μάτια της δεν ήταν μήτε γαλάζια μήτε
γκρίζα, μα άστραφταν με στριφογυριστά φώτα και βαφές που μήτε να τις ονομάσεις
δεν γίνονταν. Τα κόκκινα χείλια της χαμογελούσαν, και από τις πατούσες ίσαμε
την εκτυφλωτική κορώνα των μαλλιών της, το φιλντισένιο της κορμί ήταν τόσο
άψεγο, σαν να τόχε ονειρευτεί θεός. Το αίμα του Κόναν πυρομάχησε μέσα στις
φλέβες του.
«Δεν ξέρω κοπέλα μου αν είσαι από
τους οχτρούς μου, τους Βανίριους, ή από τους δικούς μου, τους Ασγαρδιανούς.
Γύρισα κόσμο και ντουνιά, και γυναίκα σαν και σένα δεν έχω ματαϊδεί. Ποτές μου
δεν αντίκρισα μαλλιά σαν κι αυτά, μήτε και στις ωραιότερες κόρες του Έζιρ. Μα
τον Υμίρ…»
«Ποιος είσαι συ
που τολμάς να πιάσεις στο στόμα σου τον Υμίρ;» τον
σάρκασε. «Τι ξέρεις εσύ για τους θεούς
του χιονιού και του πάγου, εσύ, που κουβαλήθηκες από τα μέρη του Νοτιά,
ψάχνοντας για κούρσος μέσα σε λαό ξένο;»
«Μα τους μαύρους θεούς της ράτσας μου!» Σφύριξε
τσαντισμένος. «Χρυσομάλλης σαν τους Έζιρ
κι αν δεν είμαι, κανείς δεν παίζει το σπαθί σαν ελόγου μου! Σήμερα είδα ογδόντα
λεβέντες να πέφτουν, και εγώ μόνο ζω για να διηγούμαι γι αυτή τη μάχη, που οι
κουρσάροι του Γούλφερ χτυπήθηκαν με τους Λύκους του Μπράγκι…» Ο νους του
γύρισε στους συντρόφους του: «Πες μου
κόρη, μήπως είδες ν’ αστράφτει ατσάλι στους λόφους; Μην είδες άντρες
ολοσίδερους να διαβαίνουν πάνω στα κρούσταλλα;»
«Είδα την πάχνη να
λιώνει στον ήλιο…» Αποκρίθηκε. «Άκουσα
τον άνεμο να λυσσομανάει μέσ’ τα αιώνια χιόνια…»
Κούνησε το κεφάλι βαριαστενάζοντας: «Ο Νιόρντ θάπρεπε να σμίξει με μας πριν τη
μάχη… Φοβούμαι πως αυτός και τα παλικάρια του πέσανε σε χωσιά… Ο καπετάνιος
μου, ο Γούλφερ και οι απελάτες του, κοίτονται σφαγμένοι… Ξεμακρύναμε πολύ
πολεμώντας, κι έλεγα πως δε θα ‘χε χωριό ένα γύρω για πολλά μίλια, μα εσύ δε
γίνεται να ‘ρχεσαι από μακριά, τσιτσίδι μέσ’ το χιόνι… Αν είσαι Ασγαρδιανή,
κοπέλα μου, πάρε με στο χωριό σου, γιατί η δύναμή μου έφυγε απ’ τις κοπανιές
και τον βαρύ τον πόλεμο…»
«Το χωριό μου είναι πολύ μακρύτερα
από όσο μπορείς να περπατήσεις, Κόναν της Κιμμερίας…» Γέλασε. Τέντωσε τα
μπράτσα της και λυγίστηκε μπροστά του, με το χρυσό της κεφάλι να γέρνει, με τα
αστραφτερά της μάτια μισόκλειστα, σκιασμένα από τα μακριά μεταξένια της
ματόκλαρα.
«Λεβέντη… λέγε, είμαι όμορφη;»
«Όμορφη σαν την ολόγυμνη αυγούλα που τρέχει πάνω στα χιόνια…» μουρμούρισε,
όσο που τα μάτια του άρχισαν να καίνε, σαν του λύκου.
«Και σαν είν’ έτσι, γιατί δε σηκώνεσαι ναρθείς
μαζί μου; τι σόι αντρειωμένος και δυνατός πολεμιστής είσαι του λόγου σου,
καθισμένος πάνω στο χιόνι μπρος στα πόδια μου;» είπε τραγουδιστά, με
εκνευριστική κοροϊδία. «Μείνε χάμου και
ψόφα σα σκυλί, Κόναν Μαυρομάλλη, σα δε δύνεσαι να μ΄ ακολουθήσεις όπου θέλω να
σε πάω!»
Βλαστημώντας,
μ’ ένα σάλτο ο Κιμμέριος στήθηκε στα πόδια του, με τα μπλάβα μάτια του να
πετούν αστραπές, με τη σκοτεινή, σημαδεμένη μούρη του στριμένη. Λύσσα συνεπήρε
την ψυχή του, και μετά η πεθύμια για τη μαυλιστική μορφή μπροστά του
σφυροκόπησε τα μελίγγια του και έσπρωξε άγρια το μαύρο αίμα στις φλέβες του.
Πόθος ισχυρός, σαν πόνος σωματικός τον άρπαξε, μέχρι να βλέπει ουρανό και γη
κόκκινα στα θολωμένα του μάτια. Απ’ την τρέλα που τον έπιασε, έφυγε απ’ το
κορμί του κάθε κόπος και κάθε κούραση.
Δίχως μιλιά, φηκάρωσε το αιματωμένο του σπαθί και
προχώρεσε με τις χερούκλες του απλωμένες να αγγίξει την τρυφερή της σάρκα. μα
αυτή, μ’ ένα στριγγό γέλιο, έδωσε ένα σάλτο κι άρχισε να τρέχει, περιπαίζοντάς
τον πάνω από τον πάλλευκο ώμο της. Σιγομουγκρίζοντας, ο Κόναν την πήρε το
κατόπι. Πάει, χάθηκαν απ’ την θύμησή του ο πόλεμος, οι αντρειωμένοι που
κείτονταν στη γης να πλένε στο αίμα τους, ο Νιόρντ και οι απελάτες του οπ’
άργησαν και χάσανε την μάχη. Το μόνο που είχε πια στο νου ήταν αυτό το
στραφτερό κάτασπρο γυναικείο κορμί, που πιότερο φαινόταν να πετά παρά να τρέχει
μπρος του.
Κάτω στην άκρη των ακριώ, στην κάτασπρη πεδιάδα,
άρχισε το κυνηγητό. Ο ματωμένος κάμπος χάθηκε απ’ τα μάτια του, μα ο Κόναν συνέχιζε
να τρέχει με το μουγγό πείσμα της ράτσας του. Τα πόδια του με τα σιδεροπάπουτσα
σπάγανε τον πάγο, βούλιαζε ολάκαιρος στους βόθυλες του χιονιού και τους
διαπέρναγε με την ωμή του δύναμη. Παρά την φωτιά μέσα του, το κρύο πέρναγε τα’
άρματα του πολεμιστή, και το τετράδιπλο, λινό τους παραγέμισμα. Μα εκείνο το
κορίτσι, θεόγυμνο, έτρεχε τόσο χαρωπά κι’ ελαφριά, σα να χόρευε ανάμεσα στις
χουρμαδιές και τους ροδόκηπους του Νοτιά.
Έτρεχε κι έτρεχε, κι ο Κόναν ακολούθαγε. Μαύρες,
ανείπωτες βρισιές πετάγονταν απ’ τα σφιγμένα του χείλη, ενώ οι φλέβες στα
μελίγγια του πήγαιναν να σπάσουν και τα δόντια του έτριζαν.
«Δε θα μου γλιτώσεις!»
μούγκρισε. «Και δε με πας στην χωσιά που
μου ετοιμάζεις; θα σωριάσω τα κεφάλια των δικώνε σου στα πόδια σου! Αν μου
κρυφτείς, τα βουνά θα σκίσω για να σ’ έβρω! Στην κόλαση να πας, θα σ’
ακολουθήσω!»
Αφρούς έβγαλε το στόμα του βαρβάρου όταν το
εκνευριστικό της γέλιο έφτασε κυματιστά στ’ αυτιά του.
Μακριά, πολύ μακριά, στα ύστερα του κόσμου τον
πήγαινε. Ο ήλιος εβασίλευε, οι ώρες πέρναγαν κι όλη η γης μεταλλάσσουνταν. Ο
ανοιχτός κάμπος έδινε τόπο σε χαμόλοφους που τράβαγαν του μάκρου, σε γραμμές
σπασμένες. Πέρα στο βοριά, είδε αχνά να πυργώνουνται όρη, με τα αιώνια χιόνια
τους βαμμένα γαλάζια από την απόσταση, και τόποι τόποι άλικα, απ’ το ματωβαμμένο
δίσκο του ήλιου που βασίλευε. Στα μαύρα νέφη πάνωθέ τους φάνηκαν αχνές οι
αχτίδες απ’ το Βόρειο Σέλας. Απλώνουνταν στον ουρανό σαν παγωμένες λάμες κρύου,
φλογερού φωτός οπ’ άλλαζε βαφές μεγαλώνοντας και λάμποντας.
Ψηλά, τα νέφαλα σαλεύαν κι από μέσα τους πέρναγαν
φώτα περίεργα κι αστραπές. Το χιόνι παράλλαζε: πότε παγωμένο γαλάζιο, μια
κόκκινο κρυερό, μια ψυχρό ασημί. Μεσ’ το αστραπομάνι του μαγεμένου,
θαρρείς, πάγου, ο Κόναν ορμούσε σαν
σκυλί, σκίζοντας μια κρυστάλλινη μάζα όπου το μόνο πραγματικό ήταν το άσπρο
κορίτσι που χόρευε στο στραφταλιστό χιόνι μακριά, πολύ μακριά, πέρα απ’ όπου
δύνεταν να φτάσει.
Δεν αναρωτήθηκε για τούτα τα θαμάσματα γύρω του,
μήτε κι όταν δυο γιγάντιες μορφές σηκώθηκαν να του φράξουν το πέρασμα. Οι
σκάλες της αρματωσιάς τους ήταν σκεπασμένες με πάχνη, τα κασσίδια κι οι
μπαλτάδες τους σκεπάζονταν με πάγο. Χιόνι στόλιζε τα μαλλιά τους. Απ’ τα γένια
τους κρέμονταν σταλακτίτες. Τα μάτια τους ήταν τόσο παγερά σαν τα φώτα που
χύνουνταν στα ουράνια πάνωθέ τους.
«Αδέρφια!» φώναξε η κοπελιά χορεύοντας ανάμεσά τους. «Δέστε τι μας έρχεται! Σας έφερα άνθρωπο για
σφάξιμο! Να του ξεριζώσετε την καρδιά, να την κάμουμε κουρμπάνι, αχνιστή –
αχνιστή, για να ‘φρανθεί ο πατέρας μας!»
Οι δυο Δράκοι αποκρίθηκαν με μουγκρητά, σα
να τσούγκριζαν παγόβουνα. Ευθύς σηκώσαν τους μπαλτάδες τους, που λάμψανε στο
φως των αστεριών, όσο που ο γαύρος Κιμμέριος χύνονταν σαν τρελός απάνω τους.
Μια παγωμένη λεπίδα πέρασε μπρος στα μάτια του στραβώνοντάς τον με τη λάμψη
της, την ώρα που αυτός κατέβαζε μια κοπανιά τόσο ψυχωμένη, που χώρισε το πόδι
τ’ οχτρού του στο γόνατο.
Βογγώντας, ο χτυπημένος γκρεμίστηκε, όσο που ο
Κόναν γίνονταν λιώμα πάνω στο χιόνι με τον ζερβό του ώμο ξυλιασμένο απ’ τη
μπαλταδιά που του κατάφερε ο άλλος. Το σιδεροπουκάμισο οπ’ εφόρει ίσα που του
‘σωσε τη ζωή.
Ευθύς είδε τον στερνό γίγαντα να πυργώνεται πάνωθέ
του σα κολοσσός σκαλισμένος στον πάγο, σκίζοντας τον κρύο, στραφτερόν ουρανό.
Το πελέκι κατέβηκε, μα για να χωθεί μέσα απ’ το χιόνι βαθιά στην παγωμένη γης,
γιατί, σ’ ένα καιρό, ο Κόναν κύλισε πλάι και στεριώθηκε στα πόδια του μ’ έναν
πήδο. Ο άλλος μούγκρισε ξετοπώνοντας τον μπαλτά από ‘κει που σφηνώθηκε. Ίσα να
το κάνει, το σπαθί του Κόναν είχε χτυπήσει. Τα γόνατα του Δράκου λυγίσανε, και
σωριάστηκε αργά στο χιόνι, που βάφουνταν κόκκινο απ’ το αίμα που πήδαγε απ’ το
λαιμό του, απ’ όπου κρέμουνταν η μισοκομμένη του κεφαλή…
Ο Βάρβαρος στράφηκε να ιδεί το κορίτσι που
στέκονταν παραπέρα και τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια από φρίκη. Δεν είχε πια
περγέλιο στην όψη της. Έσυρε στριγγιά φωνή, όσο που χοντρές στάλες αίμα
τινάζουνταν από το σπαθί του καθώς το χέρι του σφίγγουνταν απ’ τη λύσσα:
«Τι κοιτάς; φώναξε και τους άλλους σου αδερφούς! θα ταΐσω τους λύκους με
τ’ άντερά τους! στο ‘πα, να ξεφύγεις δεν μπορείς!»
Με μια φοβισμένη φωνή, η κοπέλα το ‘στριψε
τρομαγμένη. Δε γελούσε πια, μήτε και κορόιδευε πίσω απ’ τον άσπρο της ώμο,
μοναχά έτρεχε, έτρεχε σα για να γλιτώσει τη ζωή της. Όσο κι αν ο Κιμμέριος
τέντωσε κάθε νεύρο ίσα που το κεφάλι του να πάει να σκάσει και το χιόνι να του
φανεί κόκκινο απ’ την προσπάθεια, εκείνη κατάφερε να του μακρύνει, πλέοντας
μέσα στη στοιχειωμένη φωτιά των ουρανών, όσο που να φαίνεται όχι μεγαλύτερη από
ένα παιδάκι, μετά σαν κερί που αχνοσβήνει στο χιόνι, τέλος σα θολό σημαδάκι.
Σφίγγοντας τα δόντια, όσο να γεμίσει το στόμα αίμα,
με τις φλέβες του να σφυροκοπάνε, ο Κόναν την ξανάφτασε, βλέποντας το θολό
σημαδάκι να γίνεται σαν κερί που αχνοσβήνει στο χιόνι, ύστερα να γίνεται μια
μορφή όχι μεγαλύτερη από μικρό παιδί και τέλος αυτή, να τρέχει όχι περισσότερο
από εκατό δρασκελιές μπροστά του. Σιγά-σιγά, βήμα-βήμα, η απόσταση μίκραινε.
Αυτή έτρεχε με κόπο πια, με τα χρυσά μαλλιά της ν’ ανεμίζουν λεύτερα.
Αυτός άκουγε τώρα την κοφτή, λαχανιασμένη της ανάσα και ξέκρινε την αστραπή του
μαύρου φόβου στα μάτια της όπως έστριβε να δει πάνω από τον άσπρο της ώμο. Τώρα
φαίνονταν καθαρά η αντοχή του Βαρβάρου. Η γρηγοράδα λίγο - λίγο έφευγε απ’ τα
πόδια της, και άρχισε να παραπατάει. Μέσα στην ανήμερη καρδιά του Κόναν
τριζοβολούσαν της κόλασης οι φλόγες που αυτή άναψε με τόση μαστοριά. Μ’ ένα
απάνθρωπο μούγκρισμα την άδραξε, όσο που αυτή έβαζε θανατερή φωνή, τεντώνοντας
απελπισμένα τα χέρια, να διώξει τον άντρα από πάνω της.
Το σπαθί του έπεσε στο χιόνι φεύγοντας απ’ το χέρι
του όπως την έσφιξε πάνω του. Το αχνό
της σώμα λύγισε πίσω σαν δέρνονταν και χτυπιόταν μεσ’ τα σίδερα της αρματωσιάς
του με μια τρέλα απελπισμένη. έχασε τα λογικά του νοιώθοντας το θαυμαστό σώμα
της να σπαρταράει στα σιδεροντυμένα μπράτσα του. Τα γερά του δάχτυλα μπήχτηκαν
βαθιά στη μαλακή της σάρκα, που ήταν παγερή σαν το χιόνι. Κι ήταν σα να μην
έσμιγε με γυναίκα από κρέας και κόκαλα, αλλά από φλεγόμενο πάγο. Αυτή γύρναγε
το κεφάλι στρίβοντας πλάι, να ξεφύγει τα φιλιά που σφάλιζαν τα κόκκινα χείλια
της.
«Κρύα είσαι, σαν το χιόνι» μουρμούρισε τρελαμένος, «μα ‘γω θα σε ζεστάνω με τη φωτιά απ’ το αίμα μου!»
Ουρλιάζοντας, μ’ ένα τίναγμα απελπισμένο, γλίστρησε
απ΄ την αγκαλιά του, αφήνοντας στο χέρι του το αραχνοΰφαντο μαγνάδι που
φορούσε. Έκανε πίσω, λαχανιασμένη, και στάθηκε απέναντί του, με τα χρυσά της
μαλιά ν’ ανεμίζουν άταχτα, με τον άσπρο της κόρφο να κυματίζει, με τα πανώρια
μάτια της να γυαλίζουν από φόβο.
Για μια στιγμή ο Βάρβαρος πέτρωσε, μαγεμένος από
την τρομαχτική της ομορφιά, έτσι όπως στέκουνταν γυμνή μεσ’ το χιόνι. Τότε,
αυτή άπλωσε τα χέρια πάνω, στα φώτα που έλαμπαν στα νέφαλα, και φώναξε με μια
φωνή που θα αντηχούσε για πάντα στ’ αυτιά του Κόναν:
Ο Κόναν έδωκε έναν πήδο με τα χέρια απλωμένα, να
την γραπώσει. Τότε, μ’ ένα τρίξιμο σα να έσπαγε ένα βουνό από πάγο, ο ουρανός
ολόκληρος γύρισε σε παγερή φωτιά. Το φιλντισένιο σώμα της γυναίκας τυλίχτηκε σε
μια κρύα, μπλάβα φλόγα τόσο λαμπιρή, που ο Κόναν σκέπασε με τα χέρια τα μάτια
του, να μη χάσει το φως του. Για μια στιγμή, τα νέφη κι οι χιονόλοφοι
τυλίχτηκαν με τριζοβολούσες άσπρες φλόγες, μπλάβες κολώνες από παγερό φως και
κρύες, κόκκινες φωτιές.
Ο Κόναν τρίκλισε και ούρλιαξε. Το κορίτσι είχε γίνει καπνός. Το χιόνι
απλώνονταν άσπρο και γυμνό. Απάνω του, ψηλά, τα μαγικά φώτα έπαιζαν σε έναν
τρελό, κρυσταλλωμένον ουρανό. Από τα μακρινά όρη, αντήχησε μια κατρακυλιστή
βροντή, σα να άκουγες πολεμικό άρμα που σέρνονταν από ψυχωμένα φαριά, με τις
γοργοκίνητες οπλές τους να ρίχνουν αστροπελέκια απ’ τους πάγους, που αντηχούσαν
στα ουράνια.
Ύστερα, το Βόρειο Σέλας, οι χιονόλοφοι και οι
στραφταλιστοί ουρανοί χαθήκαν απ’ τα μάτια του. Χιλιάδες βώλοι φωτιάς που
σκόρπιζαν συντριβάνια σπίθες χυθήκαν, κι’ ολάκαιρος ο ουρανός φάνηκε σα μέγας
τροχός που σκόρπαγε άστρα όπως γύρναγε. Κάτω απ’ τις πατούσες του η γης ανέμισε
σαν κόμη που την φυσά τ’ αγέρι, κι ο Αντρειωμένος γκρεμίστηκε στο χιόνι, κι έμεινε ξερός.
-------------------------------------------------------
Κάτου στα Τάρταρα της Γης, όπου ο ήλιος είχε χαθεί
από αιώνες, ο Κόναν ένοιωσε βαριεστημένα τη ζωή να σαλεύει μέσα του σαν κάτι
ξένο. Για δε, σα να γίνουνταν σεισμός και τον κρατούσε στη γερή του λαβή και
τον τράνταζε πέρα – δώθε, όσο που ένα σμάρι διαόλοι του τρίβανε τα χεροπόδαρα
ίσαμε που τον έκαναν να ουρλιάξει από τον πόνο, κι άπλωσε να σύρει το σπαθί
του.
«Χόρσα, συνήφερε!» είπε μια φωνή. «Σβέλτα,
πρέπει να διώξουμε την παγωνιά απ’ τα μέλη του, αν είναι να ξαναπιάσει ποτέ
σπαθί στο χέρι…». «Κοίτα που δεν ανοίγει τη χούφτα του…» γρύλισε ένας
άλλος. «Σα να ‘χει γραπώσει κάτι…»
Ο Κόναν άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε ένα δάσος
από γενειάδες που έσκυβαν απάνω του. Ήτανε ζωσμένος από ψηλούς, ξανθόμαλλους
απελάτες με σιδερένιες αρματωσιές και γουναρικά.
«Κόναν, είσαι ζωντανός;» «Μα τον Κρόμ, Νιόρντ, είμαι; για είμαστε όλοι
πεθαμένοι και βρισκόμαστε στη Βαλχάλλα;» «Ζούμε, ζούμε.» Μούγκρισε
ένας άλλος, τρίβοντας με μανία το παγωμένο πόδι του Κόναν. «Στο δρόμο για να σας εύρουμε, μας την είχανε στημένη, αλλιώς θα
σμίγαμε πριν τη μάχη. Ίσα να τους πάρουμε φαλάγγι, τα κορμιά είχανε παγώσει
μέχρι να φτάσουμε στον κάμπο. Ψάξαμε τους νεκρούς, και μόνο εσένα δε βρήκαμε,
και λέω: μωρέ, δεν ακολουθάμε τούτες τις πατημασιές; Μα τον Υμίρ, Κόναν,
ζουρλάθηκες και γύρναγες στις ερμιές του Βοριά; Πήραμε από πίσω τις πατημασιές
για ώρες ολόκληρες. Κι αν καμιά σπηλιάδα τις ήσβηνε, μα τον Υμίρ, που θα σε
βρίσκαμαν;»
«Λύσσαξες με τον Υμίρ πιά!» μουρμούρισε άβολα ένας κουρσάρος, αγναντεύοντας
πέρα, στα βουνά. «Μην συχνοπιάνεις τ ’
όνομά του, γιατί ετούτος είναι τόπος εδικός του, και λένε πως ο θεός τριγυρνάει
σε τούτα δω τα διάσελα…»
«Είδα μια γυναίκα» Είπε ο Κόναν.
«Κατεβήκαμε στους Λύκους του Μπράγκι, πέρα στον κάμπο. Μήτε και κατέχω πόσην
ώρα πολεμούσαμε. Μόνο εγώ έζησα. Μετά έγιναν τρελά πράγματα… η γης απλώνονταν
σαν όνειρο μπροστά μου, ενώ τώρα όλα φαίνονται κανονικά. Εκείνη η γυναίκα ήρθε
και με τσίγκλισε. Ήταν πανέμορφη, σαν παγωμένη φλόγα της Κόλασης. Σα σήκωσα τα
μάτια πάνω της, με πιάνει μια μανία περίεργη, που να ξεχάσω κάθε τι στον κόσμο.
Την παίρνω κατόπι, το λοιπό. Μα καλά, δεν ηύρατε τα χνάρια της πάνω στο χιόνι;
Και τους δυο Δράκους πού ‘σφαξα;»
Ο Νιόρντ κούνησε την κεφαλή πέρα-δώθε. «Μόνο οι δικές σου πατημασιές ήταν στο
χιόνι, Κόναν…» «Έ, τότε μου ‘στριψε στα σίγουρα…» Είπε, μπερδεμένος ο
Κόναν. «Μα και συ ο ίδιος, εδώ, τώρα που
μιλάμε, δε μου φαίνεσαι τόσο αληθινός, όσο εκείνο το χρυσόμαλλο κορίτσι που
γυμνό, χύνουνταν στο χιόνι μπροστά μου. Να, μεσ’ απ’ τα χέρια μου ξέφυγε, σαν
παγωμένη φλόγα…»
«Αυτός παραμιλάει…» Ψιθύρισε ένας απελάτης.
«Όχι δα!» φώναξε ένας γέρος με άγρια και παράξενα μάτια. «Αυτή ήταν η Άταλη, η Νεράιδα, η Κόρη του
Υμίρ, του Παγωμένου Γίγαντα. Δεν ξέρετε πως έρχεται πάντα στα πεδία των μαχών,
να δείξει τα κάλλη της στους άντρες που ψυχομαχούνε; Την είδα εγώ, με τα μάτια
μου, σαν ήμουν νιος, εκεί που κειτόμουν μισοπεθαμένος στον ματωμένο κάμπο των
Βολφράβων. Την είδα σας λέω! Διάβαινε μεσ’ απ’ το χιόνι και τους λαβωμένους με
το γυμνό της κορμί ν’ αστράφτει σα φίλντισι και τα χρυσά της μαλλιά να γυαλίζουν
στην αστροφεγγιά. Ήμουν χτυπημένος βαριά, να κουνήσω δε μπόραγα, και ούρλιαζα,
ούρλιαζα σα σκυλί, γιατί μήτε να σουρθώ πίσω της δεν γίνουνταν. Γητεύει τους
άντρες στα πεδία των μαχών, και τους σέρνει στην ερημιά, για να τους σκοτώσουν
τ’ αδέλφια της, οι Παγωμένοι Δράκοι, και να θυσιάσουν τις κόκκινες καρδιές των
παλικαριών στον Κύρη τους, τον Υμίρ! Εγώ σας λέω πως ο Κιμμέριος είδε την
Άτταλη, του Παγωμένου Δράκου την Θυγατέρα!»
«Μπααα…» γρύλισε ο Χόρσα: «Τα λογικά του μπάρμπα – Γκόρμ έχουν
σαλέψει από καιρό, σα κονόμησε στα νιάτα του εκείνη τη σπαθιά στην κεφαλή. Ο
Κόναν τα ‘χε χαμένα μετά τη μάχη… Να, δέστε το κράνος του, πως είναι
στραπατσαρισμένο. Ένα από αυτά τα χτυπήματα έφτανε για να του πάρει τα λογικά.
Έναν εφιάλτη είδε, ένα όραμα, και το ακολούθησε στις ερημιές. Πρώτα – πρώτα,
αυτός κρατάει απ’ το Νοτιά. Τι δουλειά έχει με την Άτταλη αυτός;»
«Μωρέ, σα να λες την αλήθεια…» μουρμούρισε ο Κόναν. «Ήταν όλα τόσο παλαβά και περίεργα… μα τον Κρομ!»
Πέτρωσε απότομα, τηρώντας αυτό που πρόβαλλε από την
ακόμα κλεισμένη αριστερή του χούφτα. Όλοι οι απελάτες κοίταζαν σα χαζοί το
μαγνάδι που άπλωσε ψηλά, πέπλο αραχνοΰφαντο, που ποτέ σαν αυτό ανθρώπου χέρι
δεν ύφανε…
ΤΕΛΟΣ
ΓΛΩΣΣΑΡΙ – ΠΗΓΕΣ
ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
Δοκίμασα να
μεταφράσω αυτό το διήγημα με το λεξιλόγιο των Μεσαιωνικών Ακριτικών Επών, γιατί
είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας ανάλογος θρύλος – παραμύθι. Όχι τόσο σαν
επεξήγηση, αλλά σαν παράθεση πηγών και εισαγωγή στο κλίμα, αναφέρω τα παρακάτω:
Απελάτης: Ληστές
οργανωμένοι σε μεγάλες ομάδες στα σύνορα, συχνά με μεγάλο κύρος και τιμή. «περί απελάτων ήκουσε ευγενικών και
ανδρείων, ότι κρατούν στενώματα και ποιούν ανδραγαθίας»
Αραχνοΰφαντο: Η
τέχνη του μεταξιού είχε τόσο προχωρήσει που έλεγαν πως ένα φόρεμα χωρούσε σε
ένα καλάμι! Οι Βυζαντινοί απαγόρευαν την εξαγωγή τέτοιων υφασμάτων. Στην Δύση
πρέπει, πράγματι, να είχαν Μυθική φήμη. Το πέπλο της Άτταλης πρέπει να ήταν
ακόμη λεπτότερο!
Βαλχάλλα: Παράδεισος
των Σκανδιναβών όπου γίνονταν δεκτοί μόνο όσοι σκοτώνονταν στη μάχη. Σαφής
υπαινιγμός για την έκβαση της μονομαχίας.
Βασταριό: Δημοτικό
του Διγενή: «κάνει
τα χέρια βασταριό, αντρειώθη και σηκώθη»
Βαφή: Δημοτικό:
«σαν αστραπή τα μάτια του και σα φωτιά η
βαφή του». Χρώμα.
Γαύρος, γαυριασμένος: Έπος
του Διγενή. «και συν αυτοίς η Μαξιμού κι
ήτον και γαυριασμένη» Σε πολεμική έπαρση, προκλητικός, επιδεικτικός,
φουκωμένος, υπερφίαλος. Συχνά, και σε ερωτική διέγερση.
Θολωμένα: (μάτια) Μοτίβο
δημοτικών τραγουδιών. Ο Ήρωας καταλαμβάνεται από μανία και τα μάτια του
θολώνουν. Σκοτώνει ότι βλέπει μπροστά του. «Αν
είστε ομπρός μου φύγετε και πίσω μου κρυφτείτε, τι θόλωσαν τα μάτια μου κι
ομπρός μου δεν σας βλέπω» ή «Τα μάτια
μ’ εθαμπούρωσαν και το σπαθί μ’ εχ’ άφναν»
Καπετάνιος: Κατεπάνω. Επικεφαλής. (από πάνω) Βυζαντινό αξίωμα, με αναγραμματισμό: «Κατεπάνω Λαρίσης» = Διοικητής της
Λάρισας. Καμιά σχέση με τη θάλασσα, αρχικά.
Καπλάνι: (Τουρκ.) Τίγρη
Κασσίδι: Κασσίς. Λείο
γυαλιστερό κράνος.
Κατεβαίνω, κατεβασιά: Επιτίθεμαι, εφορμώ. «εις χιλίους εκατέβηκα και εις τετρακισχιλίους» Η έκφραση επιβίωσε
στις… ποδοσφαιρικές περιγραφές!
Κοπανιά: «και
κατεβάζει κοπανιά, την κεφαλή ξαμώνει»
Χτύπημα με όπλο.
Κουρμπάνι: (Τουρκ.)
Θυσία.
Κουρσάρος: (Λατινικά)
Αυτός που κάνει κούρσα, διαδρομή. Αρχικά, οι έφιπποι ανιχνευτές που
προηγούνταν του κυρίου σώματος του στρατού, και κατ΄ επέκτασιν οι επιδρομείς. «Κούρσος μετά φοσσάτου» (=έφιππη
επιδρομή με υποστήριξη πεζικού) Καμιά σχέση με τη θάλασσα, αρχικά. Ο κουρσάρος
δρα ληστρικά, αλλά υπακούει σε κάποια κυβέρνηση, αντίθετα με τον πειρατή, που
είναι παράνομος.
Κρομ: Ο
Χάουαρντ έπλασε θεούς μέσα στον φανταστικό του κόσμο. Ο Κρομ είναι ο θεός των
Κιμμερίων, δηλ. του Κόναν. Δεν ακούει καμιά προσευχή, αντίθετα, καταστρέφει
όσους τον ικετεύουν. Χαρίζει όμως σε κάθε άνθρωπο την δύναμη να πολεμά, και
θεωρεί πως αυτή είναι η καλύτερη βοήθεια που μπορεί να δώσει στη ανθρωπότητα, και
η μόνη απαραίτητη. Αφού ο Κρομ δεν ακούει κανέναν, οι Κιμμέριοι τον βρίζουν
ακατάπαυστα. (και ακίνδυνα) Όμως, αν κάποιος ξεπεράσει τον εαυτό του πολεμώντας
και κάνει παράτολμες ενέργειες, μπορεί να εντυπωσιάσει αυτόν τον θεό. Μόνο τότε
ίσως κερδίσει την βοήθειά του