(πηγή: smerdaleos)
Εδώ θα παραθέσω μέρη του κεφαλαίου της Emilia Masson «Ελληνική και Σημιτικές γλώσσες: πρώιμες επαφές» από το βιβλίο «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας: από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα» (επιστ. επιμ. Α.Φ. Χριστίδης, ΚΕΓ 2001, σελ. 543-546) όπως το μετέφρασαν στα ελληνικά οι Τσελέντη-Καραστάση
Τα σπάνια δείγματα [δανείων από την σημιτική Ανατολή] που μαρτυρούνται μέχρι στιγμής επάνω σε μυκηναϊκές πινακίδες τοποθετούν εξαρχής τα δάνεια στον χώρο των εμπορικών ανταλλαγών. Οι ανταλλαγές αυτές πρέπει να πραγματοποιούνταν κυρίως με τις δύο γειτονικές μεταξύ τους πόλεις, την Τύρο και τη Σιδώνα, που οι ελληνικοί τους τύποι, Τύρος και Σιδών, μαρτυρούν γλωσσικές μορφές που χρονολογούνται πριν από τον 14ο π.Χ. αιώνα, όπως το δείχνει με τρόπο πειστικό ο Haiim B. Rosèn (1976), στηριζόμενος σε επιχειρήματα από την φωνητική:
τα αρκτικά σύμφωνα, Τ και Σ, στους ελληνικούς τύπους προδίδουν μια παλαιότερη γλωσσική πραγματικότητα, στον βαθμό που τα δύο αυτά τοπωνύμια έχουν το ίδο αρκτικό φωνήεν, ṣ , στα φοινικικά και στα βιβλικά εβραϊκά.
Στη μικρή αυτή ομάδα λέξεων συγκαταλέγονται δύο ονόματα μπαχαρικών από τις Μυκήνες: ku-mi-no/κύμινον και sa-sa-ma/σήσαμον «σουσάμι». Έχουν ως πρότυπο τα σημιτικά ονόματα των δύο φυτών, kamunu στην ακκαδική, kmn στην ουγκαριτική και φοινικική και τον τύπο sumson στη μισναϊκή εβραϊκή αντίστοιχα.
Εκτός, από αυτά τα ονόματα φυτών, η τύχη μας αποκάλυψε δύο ακόμη σημαντικούς όρους, που δηλώνουν μία πολύτιμη ύλη και ένα ύφασμα. Πρόκειται για την ονομασία του χρυσού, ku-ru-so/χρυσός, που αντιστοιχεί στις σημιτικές λέξεις hurasu (ακκαδική), hrs (ουγκαριτική, που προφέρεται, αν προστεθούν τα φωνήεντα, hurasu), hrs (φοινικική) και harus στην ποιητική εβραϊκή. Το αρχαϊκό αυτό δάνειο, καθώς και το σύνθετο ku-ru-so-wo-ko/χρυσουργός, δείχνουν καθαρά τη σημασία του εμπορίου χρυσού που ξεκινάει από την Ανατολή. Για τους φοίνικες εμπόρους ιδιαίτερα, η διακίνηση χρυσού ήταν η βάση της ανθούσας οικονομίας τους.
Μέσω των ίδιων εμπορικών δρόμων μεταδόθηκε και ένα άλλο ουσιαστικό, το οποίο μετά την ένταξή του στην ελληνική γλώσσα θα γνωρίσει την δική του ιστορία και η σημασία του θα εξελιχθεί ανάλογα με τις περιόδους και σε συνάρτηση με τη μόδα. Πρόκειται για τη λέξη ki-to/χιτών, που αναπαράγει τις σημιτικές λέξεις kitu/kitinnu (ακκαδική), ktn (ουγκαριτική και φοινικική), kutonet (εβραϊκή) και δηλώνει το «λινό», αλλά και το «αντικείμενο ή ένδυμα από λινό».
Ο ποιοτικός προσδιορισμός ri-no re-po-to/«λινόν λεπτόν», που προηγείται του όρου ki-to σε μια πινακίδα της Κνωσσού, εκφράζει σαφώς την έννοια ενός ενδύματος κατασκευασμένου από λεπτό λινό, έννοια που επιβεβαιώνεται εξάλλου από το παράγωγο e-pi-ki-to-ni-ja/ἐπιχιτωνία «πανωφόρι». Οι μαρτυρίες αυτές, έστω και ασαφείς, δείχνουν τουλάχιστον πως η λέξη χιτών υπήρξε χωρίς αμφιβολία δάνειο από τη φοινικική, με τη σημασία «λινός χιτώνας». Στον Όμηρο ο όρος αυτός, που εμφανίζεται στο εξής συχνότατα, δηλώνει το κοντό και άνετο εσωτερικό ένδυμα που φορύσαν οι άνδρες, σε αντίθεση προς το πέπλον των γυναικών. Στη συνέχεια γίνεται διάκριση μεταξύ κοντού και ποδήρους χιτώνα, που φορούσαν οι πιο ηλικιωμένοι άνδρες. Σε ένα ποίημα της Σαπφούς δηλώνει, για πρώτη φορά, γυναικείο ένδυμα.
Η Ευρώπη, μια πριγκίπισσα της Φοινίκης συμβολίζει τις επαφές της Ελλάδας με την Μέση Ανατολή. Η άφιξή της εορτάζονταν πανηγυρικά στα "Ελλώτια" |
Οι λίγες αυτές λέξεις είναι ήδη αρκετές για να προδιαγράψουν ποια θα είναι η φύση των δανείων που θα μας αποκαλύψουν τα κείμενα σε αλφαβητική γραφή. Αυτά, που είναι πολύ περισσότερα και πιο σύνθετα, αποκαλύπτουν την τρέχουσα χρήση μιας ολόκληρης σειράς σημιτικών λέξεων που δηλώνουν φυτά, μέταλλα, υφάσματα και ρούχα, δοχεία, ή ακόμα τεχνικούς ή εμπορικούς όρους. Εδώ θα σταθούμε αποκλειστικά στις λέξεις της ελληνικής που η σημιτική προέλευσή τους μπορεί να να αποδειχθεί με βεβαιότητα και που η σημασία τους μπορεί να φωτίσει με τον καλύτερο τρόπο τις πρώτες ελληνοσημιτικές επαφές.
Ο κατάλογος μπαχαρικών και αρωματικών ή χρωστικών φυτών επιμηκύνεται σημαντικά. Πέρα από το κύμινο και το σουσάμι της μυκηναϊκής ελληνικής, άλλα γνωστά ονόματα φυτών πέρασαν στην ελληνική από τη σημιτική ή τουλάχιστον μέσω μιας σημιτικής διαλέκτου. Έτσι, δύο ποικιλίες κανελόδεντρου, η κασσία και το κιννάμωμον, που εμφανίζονται για πρώτη φορά στη Σαπφώ και στον Ηρόδοτο, μπορούν να συσχετιστούν με το εβραϊκό qsi’a, που στην πραγματικότητα είναι επίθετο με παθητική σημασία σχηματιζόμενο από μια ρίζα qs’ «κόβω σε φλούδες, ξύνω», εξού ο ξυσμένος φλοιός του κανελόδεντρου και το qinnamon, όπως παρατηρεί ήδη ο Ηρόδοτος (3.111): ἀπό Φοινίκων μαθόντες κιννάμωμον καλέομεν.
Το όνομα του κροκού «ζαφορά», γνωστό ήδη στον Όμηρο, πέρασε στην ελληνική μέσω της σημιτικής, όπου γνωρίζουμε τον ακκαδικό τύπο kurkanu και τον εβραϊκό karkom. Για τα θυμιάματα θα αναφέρουμε τη μύρρα, που δηλώνει ταυτόχρονα το δέντρο αλλά και το προϊόν, το οποίο και μαρτυρείται πρώτο. Ο ελληνικός τύπος, που απαντά ήδη από την εποχή της Σαπφούς, προέρχεται από τη δυτική σημιτική: λ.χ. ουγκαριτικό mr, εβραϊκό mor ή επίσης mu-ur-ra στις χαναναϊκές «γλώσσες» (λεξικογραφικά σχόλια) που προέρχονται από την Τελ-ελ-Αμάρνα. Για να δηλώσει τη χένα (κύπρος) η ελληνική, δανείζεται τον σημιτικό όρο που αποδίδεται στα εβραϊκά με τον τύπο koper.
H καλλιέργεια και η ύφανση του λινού γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη σε όλη την αρχαία Εγγύς Ανατολή και τα βασικά κέντρα βρίσκονταν στην Άνω Συρία και στην Αίγυπτο. Τις διάφορες ποικιλίες λινού που παρήγαν και που καθεμιά τους προοριζόταν για συγκεκριμένη χρήση και για συγκεκριμένο τύπο ενδύματος, τις διέκριναν με τη βοήθεια ιδαίτερων ουσιαστικών. Αποκλειστικότητα των εμπόρων της Ανατολής, αυτά τα ποικίλης ποιότητας λινά είχαν μεγάλη ζήτηση στην Ελλάδα, όπου το άνυδρο έδαφος δεν προσφερόταν για πιο εκτεταμένη καλλιέργειά του.
Επιπλεόν, μετά τον χιτώνα, που απαντά ήδη στην μυκηναϊκή, βρίσκουμε δύο ανάλογους όρους, βύσσος και σίνδων «κατηγορία πολύ λεπτού λινού», οι οποίοι δηλώνουν επίσης αντικείμενα (ταινίες, πέπλα, κουρτίνες) ή ενδύματα κατασκευασμένα με το υλικό αυτό. Οι δύο ελληνικοί τύποι αναπαράγουν τις σημιτικές τους πηγές. Το ένα μαρτυρείται στην ακκαδική ως busu, στην ουγκαριτική και στη φοινικική ως bs και στην εβραϊκή ως bus, ενώ το άλλο στην ακκαδική ως saddinu και στην εβραϊκή ως sadin, ε την ίδια σημασία. Όπως ο χιτών, οι δύο αυτοί όροι θα πάρουν άλλες σημασίες στη συνέχεια.
Για τα πιο χοντρά υφάσματα, θα αναφέρουμε δύο περιπτώσεις δανείων: το πρώτο, σάκκος, που σήμαινε αρχικά «χοντρό ύφασμα από κατσικίσιο μαλλί» χρησιμοποιούνταν ευρύτερα ως όνομα για διάφορα είδη σάκων (σάκος για προμήθειες, σάκοςτων αθλητών, σάκος για τη διήθηση του κρασιού κλπ.) Στο τέλος θα πάρει την γενική σημασία «σάκος». Η λέξη αυτή, που η χρήση της γενικεύτηκε, μπήκε στην ελληνική ως ειδικός όρος και αντιστοιχεί στους σημιτικούς τύπους με την ίδια σημασία, στο ακκαδικό saqqu και στο εβραϊκό saq. Είναι θεμιτό να υποτεθεί ένας φοινικικός τύπος *sqq, που θα πρέπει να ήταν άμεση πηγή δανεισμού για την ελληνική.
Το δεύτερο δάνειο, κασᾶς, δηλώνει κατά βάση το κάλυμμα του αλόγου και προέρχεται από τη σημιτική λέξη για το σκέπασμα, kysîtu στην ακκαδική, kst στην ουγκριτική ή k sut στην εβραϊκή.
Ονόματα δοχείων, που χρησίμευαν για τη μεταφορά των εμπορευμάτων και με τα οποία δευτερευόντως προσδιοριζόταν το μέτρο ή η χωρητικότητα, υιοθετούνταν επανειλημμένα από την ελληνική. Για παράδειγμα η λέξη κάδος, που σήμαινε αρχικά «δοχείο για κρασί σε σχήμα αμφορέα» και που μαρτυρείται ήδη στις αρχαϊκές κυπριακές επιγραφές, προέρχεται από το σημιτικό kd «δοχείο, μέτρο».
Τα δάνεια τεκμηριώνουν επίσης τις ελληνοσημιτικές εμπορικές επαφές. Μεταξύ αυτών οι δύο γνωστές μονάδες που δηλώνουν το βάρος αλά και το νόμισμα, η μνᾶ και ο σίγλος. Οι λέξεις αυτές αναπαράγουν αντίστοιχα τους όρους manu (ακκαδική), mn (ουγκαριτική) ή maneh (εβραϊκή) – προέρχονται από μια ρίζα που σημαίνει «αριθμώ» -, και seqlu (ακκαδική), tql(ουγκαριτική), seqel (εβραϊκή), που ανάγονται στη ρίζα tql «ζυγίζω».
Όπως στην Ανατολή έτσι και στην Ελλάδα η μνα χρησίμευε ως βασική μονάδα για το ζύγισμα των πολύτιμων μετάλλων και κατέληξε έτσι να δηλώνει το νόμισμα-βάρος. Η πρώτη μαρτυρία απαντά σε μια επιγραφή του 6ου αιώνα π.Χ. από την Έφεσο, η οποία περιλαμβάνει κατάλογο των δωρεών προς τον ναό, ζυγισμένες σε μνες χρυσού και μνες αργύρου.
Αντίθετα από τη μνα, ο σίγλος δεν εντάχθηκε ποτέ στο καθαυτό ελληνικό σύστημα σταθμών. Έγινε βασική μονάδα για το ζύγισμα των πολύτιμων μετάλλων και απέκτησε δύο παράλληλες χρήσεις: αυτή του «ιερού σίγλου», αποκλειστικότητα των ναών, και του «κοινού σίγλου», που προοριζόταν για τις εμπορικές συναλλαγές. Δεν είναι σίγουρα τυχαίο ότι ένα από τα σπανιότατα δάνεια που αφορά μια αφηρημένη έννοια έχει σχέση με την εμπορική γλώσσα.
Η σημιτική προέλευση του όρου ἀρραβών «καπάρο, εγγύηση», ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 4ο αιώνα π.Χ., δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: κατεξοχήν τεχνικός όρος, χρησιμοποιείται ήδη στις παλαιοασσυριακές πινακίδες της Καππαδοκίας (20ός-18ος αιώνας), με τη μορφή erubatu «κινητό ενέχυρο». Στην ουγκαριτική, ο όρος ‘rbn έχει την ίδια σημασία, αλλά σημαίνει επιπλεόν «εγγύηση παρουσίας», ενώ το εβραϊκό erabon σημαίνει επίσης «χρηματική εγγύηση».
Όπως παρατηρούμε, πολύ λίγες είναι οι σημιτικές λέξεις από τον πολιτιστικό τομέα που ήρθαν να πλουτίσουν το ελληνικό λεξιλόγιο των παλαιότερων περιόδων. Μπορούμε ωστόσο να αναφέρουμε εδώ έναν όρο σημαντικό, που αφορά τη γραφή και πρέπει να συνδέεται με την υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου από τους Έλληνες.
Πρόκειται για τη λέξη δέλτος που πέρασε στην ελληνική με τη σημασία της «πινακίδας για γράψιμο», ανεξάρτητα από τη μορφή και το υλικό της. Μαρτυρείται καταρχάς στον Ηρόδοτο, όπου απαντά ήδη το υποκοριστικό της, δελτίον, στην έκφραση δελτίον δίπτυχον, που σήμαινε «δύο πινακίδες ενωμένες με κρίκους», αλλά η λέξη πρέπει να μπήκε στην ελληνική πολύ νωρίτερα. Η χρήση της στα ελληνικά νησιά και ιδιως στην Κύπρο, όπου αναφέρεται στην περίφημη χάλκινη πινακίδα του Ιδαλίου (ἰδὲ τὰ(ν) δάλτον/και τούτη εδώ την πινακίδα), υποδηλώνει ότι ακολούθησε μια διαδρομή παράλληλη με το αλφάβητο. Με τον χρόνο η σημασία του όρου δέλτος διευρύνθηκε για να δηλώσει άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με τον γραπτό λόγο, όπως «επιστολή», «διαθήκη», «πίνακας ανακοινώσεων» και, αργότερα «βιβλίο». Έτσι στην Κέρκυρα βρίσκουμε την έκφραση Ὁμήρου δέλτος. Η λέξη αυτή αναπαράγει τον σημιτικό τύπο dlt, του οποίου η πρώτη σημασία είναι «πορτόφυλλο» και κατόπιν «πινακίδα». Στον πληθυντικό το εβραϊκό delet σημαίνει επίσης «στήλες γραφής».
Συμπερασματικά, τα πιο παλιά αυτά δάνεια αντικατοπτρίζουν αρκετά πιστά την φύση των πρώιμων επαφών που είχαν οι Έλληνες με τη σημιτική Ανατολή. Οι επαφές αυτές κινούνταν κυρίως μέσα από ένα πλαίσιο πρακτικό, το πλαίσιο της ανταλλαγής -διά της εμπορικής οδού- εμπορευμάτων και ειδικών προϊόντων.
Το αλφάβητο θα αποτελέσει το πιο πολύτιμο λουλούδι που δρέψουν οι Έλληνες από τον σαγηνευτικό κόσμο των φυτών της ανατολικής Μεσογείου.
Το αλφάβητο θα αποτελέσει το πιο πολύτιμο λουλούδι που δρέψουν οι Έλληνες από τον σαγηνευτικό κόσμο των φυτών της ανατολικής Μεσογείου.
Ο Κάδμος ήταν ο μυθικός φορέας της φοινικικής επιρροής στην Ελλάδα. |
Συμπληρώσεις από τον Δημήτρη Σκουρτέλη.
Βρίσκουμε την ρίζα «δαν» στα ονόματα ποταμών σε όλη την Ευρώπη. [Ηρι-δαν-ός, Δούναβις (=Dan-ube1), Ρο-δαν-ός, Ντον (Τάναϊς)] Ηριδανός δεν ονομάζονταν μόνο ο σημερινός Ροδανός της Γαλλίας, αλλά και ο Πάδος της Ιταλίας, ένα ποτάμι στην Ινδία, ένα ποτάμι της Γερμανίας, ένα ποτάμι της Αχαΐας, 2 (ο Ιάρδανος του Παυσανία 3) και ένα ποταμάκι στην Αθήνα.
Και ένας βασιλιάς της Λυδίας ονομάζονταν Ιάρδανος, πατέρας της Ομφάλης.4 Να ξεχάσουμε τους Δάρδανους και τα Δαρδανέλια; Όλα ονομάστηκαν από τον Ιορ-δάν-η (=Ιάρδανο5) και τον παραπόταμό του, Δαν, της Γης Χαναάν των Φοινίκων θαλασσοπόρων. Η Δανία, επίσης. Και το τοπωνύμιο «Βόσπορος» είναι μάλλον Φοινικικό: «…Καρχηδόνιοι γαρ πρώτοι τετρήρη κατεσκεύασαν, εναυπήγησε δε αυτήν Βόσπορος αυτοσχέδιον…».6
Η Σκανδιναβική Βαλχάλλα, «αίθουσα θεών», ο Παράδεισος της… Αρίας Φυλής, προέρχεται από τον Βαάλ, =θεό στα Φοινικικά. Έτσι έλεγαν και τον Βήλο, τον Αιγύπτιο πρόγονο των Εβραίων.
Ο Θουκυδίδης είναι κατηγορηματικός. Τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου είχαν εποικιστεί από Κάρες και Φοίνικες. «Ούτοι γαρ δη τας πλείστας των νήσων ώκησαν».7
Τοποθεσίες που προέρχονται από τη λέξη «Φοίνιξ» αφθονούσαν στην Αρχαία Ελλάδα. Η λέξη σημαίνει και «χρώμα πορφύρας», το κύριο προϊόν του Φοινικικού εμπορίου. Η Βοιωτία, σαν σημείο Φοινικικής διείσδυσης, συγκεντρώνει πολλά Φοινικικά τοπωνύμια: Φοινίκιον όρος, Φοινικίς πόλη, και Τευμησσός (Βουνό και πόλη) συνώνυμα με τις πόλεις Ταμασσό και Αμαθούντα στην Κύπρο, την Ημαθία στη Μακεδονία, και την Φοινικική πόλη Χαμάθ. Αταβύριο όρος υπήρχε στη Ρόδο, και Ιταβύριον στην Παλαιστίνη.8
Αλλά και η Νικόπολη, που χτίστηκε από τον Αύγουστο σε ανάμνηση της νίκης του στο Ακτιο, το 31 πχ, φαίνεται πως οικοδομήθηκε πάνω σε αρχαία Συριακή αποικία, που μάλιστα ονομάζονταν Παλαιστίνη. Σε αυτήν την πόλη, εμφανώς εις μνήμην των αρχαίων αποίκων, έκανε δωρεές ο βασιλιάς Ηρώδης.9
Από τον Φοινικικό θεό Βεελσάμη = «θεός της ειρήνης» = Βααλσαλάμ, (ο Βαάλ της Παλαιάς Διαθήκης) ονομάστηκε η Σαλαμίνα,10 τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αττική. Ο Μυθικός ιδρυτής της Κυπριακής πόλης ήταν ο Σαλαμίνιος Τεύκρος (Εβραϊκά: Θοργαμά) αδελφός του Αίαντα.
Οι Θράκες βασιλείς άκουγαν μουσική ως εξής: «…όργανο που χρησιμοποιούν οι βασιλείς των Θρακών στα δείπνα τους….» «….είναι ο φοίνικας, για το οποίο ο Έφορος και ο Σκάμωνας …» «…λέει ότι επινοήθηκε από τους Φοίνικες και πήρε αυτό το όνομα…»11
«Κρόνοι ωνομάσθησαν πολλοί βασιλείς και σχεδόν το όνομα τούτο ήτον κοινόν των βασιλέων ως και του Διός, και ο Βόσσιος αναφέρει δυο προτέρους, τρίτον τον Φοίνικα, ον αναφέρει και ο Σαγχουνιάθων, τέταρτον τον Μολώχ, και πέμπτον τον Τιτάνα τον υιόν του Ουρανού, τον διωχθέντα υπό του Διός εις την Ιταλίαν, αφ’ ου ωνομάσθη η Ιταλία Κρονία και Λατινιστί Σατουρνία. Είχον δε και οι Αιγύπτιοι και Ατλάντιοι, οι Κρήτες και οι Κίλικες Κρόνους, ως και αυτόν το Ίανον, τον Εύανδρον, και τον Πάνα ωνόμαζον Κρόνους.» … « Τινές δε ωνομάζουσι και πατριάρχας τινάς των Εβραίων Κρόνους. ως τον Χαμ, τον Αβραάμ, και άλλους τινάς»12
Ορισμένοι ισχυρίζονταν πως και η λεβεντογέννα Σπάρτη ήταν Φοινικική (Θηβαϊκή) αποικία: «οι δε τινές χωρίον φασίν την Σπάρτην Λακωνικόν, κληθέν από των μετά Κάδμου Σπαρτών, οί εκπεσόντες εις την Λακωνικήν αφ’ εαυτών την Σπάρτην ωνόμασαν.» 13 Το σίγουρο είναι πως οι βασιλείς της πόλης ήταν Θηβαίοι (Φοίνικες) από την Μητρική γραμμή, και ένα πρωτοπαλλήκαρο του Κάδμου έκανε και αντιβασιλιάς αυτής της πόλης.
Σημειώσεις:
1
Αν πούμε πως το
αρχαίο όνομα του Δούναβη ήταν Ίστρος,
κάνουμε λάθος:
Ο ποταμός είχε
και τα δύο ονόματα: «καὶ
γὰρ τοῦ ποταμοῦ τὰ μὲν ἄνω καὶ πρὸς
ταῖς πηγαῖς μέρη μέχρι τῶν καταρακτῶν
Δανούιον προσηγόρευον, ἃ μάλιστα διὰ
τῶν Δακῶν φέρεται, τὰ δὲ κάτω μέχρι
τοῦ Πόντου τὰ παρὰ τοὺς Γέτας καλοῦσιν
Ἴστρον»
Στράβων, 3,13.
2
Κτησίας, ανάλεκτα,
σελ 438-440
3
Ο τύπος του
ονόματος του Παλαιστινιακού ποταμού,
στον Παυσανία, Ηλιακά Α΄, 5-9 και 7-4
4
Διόδωρος
Σικελιώτης, Δ΄, 31
5
Ο τύπος του
ονόματος στον Παυσανία, Ηλιακά Α΄, 7, 4
6
Κλήμη
Αλεξανδρείας, «Στρωματείς» Α΄, ΧVI,
σελ. 265.
7
Θουκυδίδης, Ιστοριών
Α΄, 8
8
Ιώσηπος, Ιωσήπου
βίος, 37 και Απολλόδωρος, Γ΄, ΙΙ, 1
9
Ιωάννης ο Λυδός,
De
Magistratibus
ΙΙΙ, 46
10
Παπαρρηγόπουλος,
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τομ Α΄,
σελ 376
11
Αθήναιος,
Δειπνοσοφισταί, ΙΔ΄, 18, σελ. 63, 65, πργρ
20, σελ.71 πργρ. 34, σελ. 111, πργρ. 36, σελ. 113
και 117, πργρ.40, σελ. 123 πργρ 40, σελ 125, Δ΄,
πργρ. 77, σελ. 221 πργρ. 77, σελ. 223 πργρ. 78,
σελ. 223 πργρ. 80, σελ. 231 πργρ.80, σελ. 233 πργρ.
82, σελ. 239 Α΄, πργρ. 28, σελ. 97
12
Αθανασίου
Σταγειρίτη «Ωγυγία ή Αρχαιολογία» τομ.
Γ σελ. 45
13
Ευστάθιος
Θεσσαλονίκης, Ομηρικά σχόλια, Ραψ. Β΄,
σελ 238
Πηγές εικόνων:
http://www.lookandlearn.com/history-images/M176806/Phoenician-merchants-trading-bronze-objects-at-Carthage?img=2&search=Carthaginian&bool=phrase
http://education-portal.com/academy/lesson/the-phoenicians-history-religion-civilization.html#lesson
http://printablecolouringpages.co.uk/?s=phoenician&page=2
http://phoenicianswerehot.weebly.com/
http://www.phoenician.org/europa_legend.htm
http://dor.huji.ac.il/phoenicians.html
http://pharology.eu/PhoenicianTraders.html
https://www.pinterest.com/vermillion303/phoenician-culture/
http://www.redorbit.com/news/science/1595348/phoenician_legacy_still_alive_near_mediterranean/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου