ΙΔΙΩΤΙΚΗ
ΠΑΙΔΕΙΑ
Κεσάτια
φαίνετ’ έχουνε
τα
ιδιωτικά σχολεία,
κι
αρχίσανε να απαιτούν
του
κράτους χορηγία.
Τις
εποχές που ήτανε
παχιές
οι αγελάδες,
για
δυό κολλυβογράμματα
ζητούσαν
τεμενάδες.
Τον
Πακτωλό επλήρωνε
ο
κάθε μπουρζουάς,
για
νάναι ο κανακάρης του
αυριανός
αγάς.
Και
κάποιο απ’ τα κολλέγια
που
είναι εις τας Αθήνας
και
που παράγει κόπανους
όνους
μα και κουρούνας,
μία
δασκάλα απόλυσε
από
τις πιο σωστές
γιατί
έπιασε που έκλεβε
του
Αντώνη ο τενεκές.
Μήπως
ιδέα έρριξε
του
Αντώνη ο αδερφός,
το
κράτος κανα τάλληρο
να
δώσει όσο είν’ καιρός;
Διευθύνει
το κολλέγιο
σαν
Τσαγανέας νέος,
καρντάς-κεφτές
και κάγκουρας
ωιμέ
βεβαίως βεβαίως.
Ζητάνε
κάρτα να δοθεί
δια
τας συγκοινωνίας
σ’
όλα τα κολλεγιόπαιδα
που
ζουν στας Κηφησίας.
Μα
και για κειά που μένουνε
στου
διάολου την κορφή
να
τα πηγαινοφέρνουμε
με
αγκαζέ ταξί.
Εκεί
τη βίλλα έχτισε
ο
πλούσιος μπαμπάς,
ευάερη
παράνομη
με
μαύρας λαμογιάς.
Και
τώρα να πλερώνουμε
αδρά
τη λαμογιά του,
βρε
άει στο διάολο αυτός
και όλη η γενιά του.
ΦΤΑΣΑΜΕ
ΠΑΤΟ ΕΥΤΥΧΩΣ
Φτάσαμε
πάτο ευτυχώς
επιάσαμε
βυθό
άντεστε
να σαλπάρουμε
να
βγούμε στον αφρό.
Τι
αφιλόξενος βυθός,
μαύρος
σαν το κατράμι,
ήλιου
αχτίδα δεν περνά
καθόλου
από το τζάμι.
Φτάσαμε
πάτο ευτυχώς
το
είπε ο γκουρού,
ο
Αντωνάκης ο σοφός,
του
Καλαματαντού
Τα
μάγια φαίνετ’ έπιασαν,
τα
γιατρικά βουντού,
με
συνταγές της Μιχαλούς
και
της γριάς Ντουντούς.
Κυρα
σαρδέλα, κυρ γωβιέ
βαράτε
την μπουρού
να
σπρώξουμε το χάρχαλο
που
μπάζει από παντού.
Να
δούμε την Ανάπτυξη,
σιμά
στο ακρογιάλι,
που
πλένει τα ποδάρια της,
πασαλειμμένη
λάδι.
Να
φάει ο Πειναλέοντας
κι
η δόλια η Ανεργίτσα
ένα
ζεστό πιάτο πατσά
κι
ένα κομμάτι πίτσα.
Να
φέρουνε στα ράφια μας
ξανά
την ασπιρίνη
και
τώρα στην Σαρακοστή
χαλβάδες
και ταχίνι.
Και
όχι άλλο κάρβουνο
και
μαυρισμένα χέρια,
που
κάψαμε ασύστολα,
παλέτες
και μαδέρια.
Ν’
ανοίξει ο Βάγγος ψησταριά
σουβλάκια
να εξάγει
σε
Κογκολέζους, Ιάπωνες,
Τούρκους
μα και Κινέζους.
Κι
εκείν’ η άμοιρ’ η Σμαρώ
στέκι
για να χτενίζει,
που
τόχε πόνο και καημό
τας
τρίχας να στοιχίζει.
Και
ο Πασχάλης άρχισε
σύνεργα
να μαζεύει
και
ψάχνει ο άμοιρος να βρει
αρκούδα
που χορεύει.
Κι
ο πασατέμπος αρχινά
ξανά
το τσίκι τσίκι
κι
αυτόν να τον εξάγουμε
μαζί
με το τζατζίκι.
Να
πάρουνε το μήνυμα
στις
μακρυνές Βρυξέλλες
πως
η Ελλάς ξεπέρασε,
τας
νήσους Σευχέλλες.
Οι
αγορές να χαίρονται
να
μας ξαναδανείσουν
μέχρι
και τα τρισέγγονα
ξανά
να ευνουχίσουν.
ΦΟΡΕ
ΛΙΠΟΥΣ ΚΑΛΩΣΗΡΘΕΣ
Ξαφνικά
ενδιαφερθήκαν
νάχουμε
καλάς υγείας
φόρο
λίπους θα μας βάλουν
κατά
της παχυσαρκίας.
Όσπρια
μόνο για νηστείες
ρύζια,
σκύβαλα, για όλους
φέτες
νάχουμε τους μύες
και
αδύνατους τους κώλους.
Δίχως
χοιρινά λιπώδη
βουτυρα,
τυρια, κρεμώδη
θα
μας κανουνε ρομπότεν
θα
μας λεν’ σ’ όλα φερμπόττεν.
Θα
πατάμε το κουμπί
δεν
θα βγαίνει η χοντρή
μα
μια πέτσικια λιγνή
και
θα λέει νιξ φαί
Κι
ο Στουρνάρας όλο χάρη
αρχηγός
φοροσαφάρι
θα
μας σφίγγει το ζωνάρι
και
θα τόχει για καμάρι.
Κυρ
Στουρνάρα θα σου στέλνω
το
σκατό μου παξιμάδι
αναλύσεις
να το κάνεις
τι
περιέχει το ρημάδι.
Κι
όταν βρίσκεις πρωτείνες
λίπος
και χοληστερίνες
φόρο
πρόσθετο να βάζεις
και
κανά ευρώ να βγάζεις.
Μα
όταν βρισκεις μέσα σπόρους
σκορδουλάκους
και φασιόλους
θ’
απαιτώ απαλλαγή
όπως
γίνεται με όλους.
Θα
σου στέλνω άμα θες
κι
ένα σάκκο με πορδές
το
μεθάνιο να χωρίζεις
τη
θερμάστρα να ροδίζεις.
Φοροδιαφυγή
δεν θάχεις
τρώγοντας
λαχανικά
Και
τους δείκτες θ’ ανεβάσεις
μια
σκατούλα πιο μακρυά.
Τι
σοφία, επιτέλους,
λύση
βρήκαμε παιδιά,
ήρθε
η αρχή του τέλους
κρίση
γιόκ, ζήτω η δουλιά.
ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ
Ο Μαρξ κι ο Έγκελς χαίρονται,
δια τας θεωρίας,
καθώς ενοποιηθήκανε
λόγω της συγκυρίας.
Οι κίτρινοι κομμουνιστές
στην τσέπη καπιτάλες,
ψωνίζουν Άουντι και Μπε εμ βε
κι εμεις παλιοκουτάλες.
Κι οι καπιτάλες γίνανε
στυγνοί κομμουνιστές
στο χρήμα τόκους βάλανε
το κρύψαν σαν ληστές.
Κι εγω ενδιάμεσα κοιτώ
τας κοσμοθεωρίας,
πώς ήρθε η γης ανάποδα;
ρωτάω με απορίας.
Οι κόκκινοι σπυριάζανε
στη λέξη «ιδιωτικό»
κι οι βένετοι μας έδιναν
δάνεια με το κιλό.
Τα δίνανε να φτιάξουμε
«στέρεες» περιουσίες,
πισίνες, γύψους, μάρμαρα
και κινητές αξίες.
Οι κίτρινοι μας στέλνανε
μαιμούνια που χορεύουν
παπούτσια από σκυλόδερμα
τα πόδια σου να ζεύουν.
Ευρώ ευρώ το μάζεψαν
το χρήμα οι Κινέζοι
ζεστό αφορολόγητο
γλυκό σαν πετιμέζι.
κι εκεί που όλοι διαβάζανε
το κόκκινο βιβλίο
εγίνανε χρηματιστές
λεφτάδες με λοφίο.
Κάποτε τους λυπόμασταν
που κάνανε ουρές
να πάρουν λίγα τρόφιμα
ποδάρια ή πατσιές.
Κοιτάτε βρε τους δύστυχους
μας λέγαν’ οι αμερικάνοι,
και ξαφνικά γενήκαμε
όλοι μας αφρικάνοι.
Και υπερηφανευόμασταν
που «ανήκαμε στη Δύση»
που να το φανταζόμασταν
πως θάρθει το γαμήσι.
Καλά τα είπε ο Σόλωνας
του Κροίσου του λεφτά
μην μακαρίζεις τίποτε
πριν έρθει η συμφορά.
Κι εκείνος ο Ηράκλειτος
με στοχασμό βαθύ
«Ότι δεν μένει τίποτε
κι ότι τα πάντα ρεί».
nikoskouzinis@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου