Σκύψε αν μπορείς στην τούρτα την σκοτεινή * ξεχνώντας
τον ήχο μιας τρομπέτας πάνω σε πιάτα άδεια
που στοίχειωσαν τον ύπνο σου στην πρώτη δίαιτα την αποτυχημένη.
Φάε αν μπορείς το τελευταίο σου τυλιχτό
την πίτα το κρεμμύδι τον γύρο
και ρίξε το στη κοιλιά σου να βουλιάξει.
Bρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην ζυγαριά
κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νούμερα
κοιτάζοντας τους αριθμούς να βυθίζουν
στο πάχος τους, στο πάχος μας.
Eδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας
τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος
της πολυφαγίας.
Πίτα της δύναμης κόντρα καλόψητη λογαριασμένο φιλέτο
στον ήλιο του μεσημεριού τα πάχια ωριμάζουν,
δρόμος της μοίρας με το άπλωμα του νέου πάχους
στην ωμοπλάτη·
στον τόπο που φαγώθηκε που δεν αντέχει
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα μεριά σκουριά και λίπος.
Κόλοι φουσκωμένοι
άθληση ξεχασμένη
φύλλα της τεμπελιάς στη λάσπη.
Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του πωπού με τα πάχη
που άγγιξαν τον ορίζοντα.
Όταν το πάχος χτύπησε την πλάκα
όταν η κυτταρίτιδα χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε το λίπος
και στέγνωσε η αγάπη
μέσα σε φούσκες κοιλιές
όταν κοιτάζεις κάτω σου και βλέπεις
όλο τα πόδια σου κρυμμένα
όλο τα χέρια κρεμασμένα
όλο τα στήθια κρεμαστά·
όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
ακούγοντας “χοληστερίνη”
ακόμη και του γιατρού την κραυγή,
το πάχος σου·
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
φάγε απ' το τραπέζι το καλό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος χάφτει τις μεγάλες φέτες.
* Black Forest
Δημήτρης Σκουρτέλης
Το ποίημα όπως το διαστρέβλωσαν οι εκδότες:
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ' όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Bρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στον ύπνο τους, στον ύπνο μας.
Eδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας
τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος
της αδικίας.
Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη
αγάπη
στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,
δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης
στην ωμοπλάτη·
στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.
Bωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.
Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο
και στέγνωσε η αγάπη
μέσα σε τρύπιες ψυχές·
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά·
όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
ακούγοντας μια κραυγή
ακόμη και του λύκου την κραυγή,
το δίκιο σου·
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε απ' τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου