Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Η αφομοίωση των λιπιδίων στην Ποίηση.


...και η Καθαρή Έκφραση στην λογοτεχνία. 

Πηγή: http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k6227568q
Ο αποκλεισμός του αφηγηματικού στοιχείου τονίστηκε ήδη από τα μέσα του 19ου αι.  από τους Βαμβακάρη, Σεφέρη, Πολυδουρο-καντριώτη, Mallarmé,  Valéry,  Breton, Τσέρτο, και Εμπειρίκο, και πήρε μορφή με την περίφημη και νοστιμότατη «συζήτηση πάνω στην καθαρή ποίηση» του Κώστα Βίρβου, καθώς και το ιδανικό του «καθαρού, άπαχου μυθιστορήματος», του Henri Bremond. Πριν από αυτούς η ποίηση είχε οπωσδήποτε μια λίγδα, και στηρίζονταν υποχρεωτικά σε αυτήν.

Το κλασσικό πρότυπο βασίζονταν στην τυπική τριάδα (κρασί, θάλασσα και τ’ αγόρι μου) που κληρονομήθηκε από την Ελληνορωμαϊκή εποχή. Η λεγόμενη «μίμησις», (-πράξεως σπουδαίας και ορεκτικής- αρχ. Ελληνικός όρος που χρησιμοποιείται αυτούσιος με λαδολέμονο) παρέμεινε και στους μοντέρνους ποιητές σάλτσας, αλλά αντί να εξυμνηθεί, κατηγορήθηκε πλέον.

Στην ουσία έτσι περνάμε από τον Αριστοτελισμό του πατσά στον Πλατωνισμό των χορτοφάγων. Ο Μετασοδομισμός, αργότερα, προσπάθησε να συνδυάσει την ορεκτική ποίηση με άλλες σωματικές λειτουργίες, χρησιμοποιώντας την μαρξιστική διαλεκτική που διατυπώθηκε από τον Τυρότσκι, στο κλασικό έργο του: «Που σε πονεί και που σε σφάζει». Όμως, ξεφύγαμε από το θέμα μας, όπως με ειδοποιούν από το κοντρόλ.

Εδώ είχε φτάσει η εφαρμογή της κλασικής "τριάδας"...
Ήδη, το «αδύνατο σημείο» της τριάδας ήταν η μαγειρική ποίηση, που δεν βασίζονταν συνήθως σε κάποια αναγνωρισμένη συνταγή. ’Ετσι οι μοντέρνοι εξυμνούν την μαγειρική ποίηση που τους παραχωρεί ελευθερία έκφρασης και εστίασης, ενώ για τους κλασσικούς ήταν ύποπτη γιατί τότε δεν ακολουθούσε την «μίμηση» επακριβώς. Για παράδειγμα, καμιά φορά την σέρβιραν και με κέτσαπ, ξεσηκώνοντας σκάνδαλο.

Ετσι λοιπόν οι μοντέρνοι ποιητές αποκλείουν το χοιρινό και το βόειο κρέας, ακόμα και μαριναρισμένα, αποκαλώντας τα: «λιπαρά» διότι περιέχουν αφήγηση. Πρωτοκαθεδρία έχει το λιτό μαγειρικό ύφος. Αυτό έχει επηρεάσει και το θέατρο σκιών. («Περιμένοντας τον κοντό - να ψηλώσει», κλπ.)

Έτσι στην ουσία τόσο οι μοντέρνοι όσο και οι κλασσικοί, αποκλείουν ολόκληρα τα θρεπτικότερα μέρη της ποίησης, με τρόπο αρκετά απόλυτο.

Άλλοι λένε πως η ποίηση προέρχεται από το Θείο. Και για να φανεί αντάξιά του πρέπει να φτάσει στην «κουζίνα της σιωπής» σε αντίθεση με το «τσιγάρισμα των τηγανιών». Ενας τέτοιος λιτοδίαιτος ποιητής - μάγερας είναι ενδιάμεσος μεταξύ Θείου και Ανθρώπινου. Μια τέτοια ποίηση γράφεται στην «γλώσσα της ποίησης» δεν μεταφράζεται, (ερμηνεύεται) δεν έχει ρητορική, γλαφυρότητα, ή μεταφορά θερμίδων. «Μεταφυσικά και υγειονομικά ακάθαρτη» είναι η ποίηση που διδάσκει, αφηγείται, τηγανίζει, συγκινεί...

Έτσι λοιπόν, η καθαρή μαγειρική ποίηση δεν χρειάζεται και δεν υπόκειται σε καμιά ανάλυση. Είναι ένα καθαρό Μυστήριο.


Πηγή:http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k6581070k

Μελέτες που συνιστώνται για περεταίρω έρευνα:

«Λογοτεχνική ιστορία του θρησκευτικού συναισθήματος στον Δυτικό Πολιτισμό από την εποχή των μαγειρικών πολέμων με την ανακάλυψη της χοληστερίνης μέχρι σήμερα»
(Γνωστού Αγνώστου, Εκδόσεις Τσελεμεντέ, Μοναστηράκι 1919)

 «Η καθαρή ποίηση: Μια συζήτηση για την ποίηση. Η ποίηση, τα καβουρντίσματα, το σπληνάντερο και οι ποιητές»
(Του Ποιητή της Μπανιέρας, Εκδόσεις Αποπάτου, Λαδάδικα, 1923)

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Η "Ελληνική" Μουσική...




Κάποιος Αφρικανός Σειρίτης ύμνησε πρώτος την Κυβέλη, εφευρίσκοντας την τέχνη του αυλού. «Λίβυν δε τον αυλόν προσαγορεύουσιν οι ποιηταί» «επειδή Σειρίτης δοκεί πρώτος ευρείν την αυλητικήν, Λίβυς ων των νομάδων, ος και κατηύλισεν τα μητρώα πρώτος»[1] («μητρώα» είναι τα αρμόζοντα στην Μητέρα των θεών, Κυβέλη)



                   Να τι λέει για την καταγωγή της «Ελληνικής» μουσικής ο Κλήμης Αλεξανδρείας: «Οι βάρβαροι είναι εφευρέτες κάθε τέχνης.» … «Οι Τυρρηνοί επινόησαν την σάλπιγγα και οι Φρύγες τον αυλό. Γιατί, Φρύγες ήτανε ο Όλυμπος και ο Μαρσύας»… «Οι Καππαδόκες ήταν οι πρώτοι που βρήκαν τον (την) νάβλα, [μουσικό όργανο] με τον ίδιο τρόπο που βρήκαν το δίχορδο οι Ασσύριοι»… «σχετικά με τη μουσική, ο Μυσός Όλυμπος φιλοτέχνησε την Λύδια αρμονία. 
Οι αποκαλούμενοι Τρωγλοδύτες βρήκαν την Σαμβύκη που είναι μουσικό όργανο, λένε ακόμη πως και την πλάγια σύριγγα τη βρήκε ο Φρύγας Σάτυρος. Παρομοίως βρέθηκε από τον Άγνι τον Φρύγα το τρίχορδο και η διάτονος αρμονία, όπως και η Φρύγια αρμονία, η μιξοφρύγια και η μιξολύδια από τον Μαρσύα, που ήταν από την ίδια χώρα όπως είπαμε, και την Δώρια [αρμονία] την επινόησε ο Θάμυρις ο Θράκας» … 
«Και οι Σικελοί της Ιταλίας πρώτοι βρήκαν την φόρμιγγα, που δεν παραλλάζει πολύ από την κιθάρα, καθώς επινόησαν και τα κρόταλα» [2] 
Ο Κλήμης επικαλείται για όλα αυτά τα γραπτά των Σκάμωνος, Θεόφραστου, Ερέσιου, Αντιφάνη, Αριστόδημου, Αριστοτέλη, Φιλοστέφανου και  Στράτωνα.



                   Ο Αθήναιος λέει για την σαμβύκη: «είναι τετράχορδο όργανο και το χρησιμοποιούν οι Πάρθοι και οι Τρωγλοδύτες» [3] «Ο Σήμος από τη Δήλο στο πρώτο βιβλίο της Δηλιάδας του…» «…λέει ότι πρώτη χρησιμοποίησε η Σίβυλλα τη σαμβύκη, για την οποία ο Σκάμωνας που έχει προαναφερθεί, λέει ότι ονομάστηκε έτσι γιατί επινοήθηκε από κάποιον Σάμβυκο…»[4] 

Ο Παυσανίας γράφει: «…ο Ηγέλεως, γιος του Τυρσηνού που λένε πως ήταν γιος του Ηρακλή  και της Λυδής. Ο Τυρσηνός ήταν εφευρέτης της σάλπιγγας, και ο Ηγέλεως, γιος του Τυρσηνού, δίδαξε στους Δωριείς του Τήμενου το παίξιμο αυτού του οργάνου και έτσι η Αθηνά επονομάστηκε Σάλπιγγα».[5] «Πολλά είδη σαλπίγγων υπάρχουν. Αφρικανικές, Αιγυπτιακές, Τυρρηνικές. Πρώτος ο Αρχώνδας, συμμαχώντας με τους Ηρακλείδες, έφερε στους Έλληνες την Τυρρηνική σάλπιγγα…».[6] 

Και οι δυο μαρτυρίες συμφωνούν πως το όργανο εισάχθηκε επί Ηρακλειδών, μετά τον Τρωικό πόλεμο.


                                Οι Θράκες και οι Τυρρηνοί ήταν συγγενείς λαοί με τους Φρύγες. «Ο Αμφίων δοξάστηκε για τη μουσική του, γιατί έμαθε την Λυδική αρμονία από τους συγγενείς του από τη μεριά του Τάνταλου, [που ήταν Φρύγας] προσθέτοντας και τρεις χορδές στις παλιές τέσσερις…»[7]  Το παίξιμο της κιθάρας ονομάζονταν «…Ασιάδος κρούματα».[8] (Αριστοφάνης, Θεσμ. 130)

Ο δε Αθήναιος γράφει: «Αυτή την αρμονία [την Φρυγική] την επινόησαν και την μεταχειρίστηκαν πρώτοι οι Φρύγες. Γι αυτό και στους Έλληνες οι αυλητές έχουν ονόματα φρυγικά, σα να ήταν δούλοι…»

«ο Αριστόξενος αποδίδει την επινόηση αυτού του τρόπου στον Ύαγνη από τη Φρυγία» «Η φρυγική και η λυδική αρμονία, που κατάγονται από τους βαρβάρους, έγιναν γνωστές από τους Έλληνες από τους Φρύγες και τους Λυδούς που κατέβηκαν στην Πελοπόννησο με τον Πέλοπα»

«Ο Λυδικός μάγαδης αυλός ας οδηγεί τη φωνή…» «…η μάγαδη είναι όργανο ψαλτικό, όπως λέει ο Ανακρέοντας, μια Λυδική εφεύρεση. Γι΄ αυτό ο Ίωνας στην Ομφάλη του λέει ότι οι ψάλτριες είναι Λυδές…» «…και ο Σοφοκλής στους Μυσούς του λέει: Πολύς είναι ο ήχος του φρυγικού τριγώνου και αντίφθογγα τραγουδά η συγχορδία της λυδικής πυκτίδας…» «Ο Δούρης στο έργο του Περί τραγωδίας λέει ότι η μάγαδη έχει πάρει το όνομά της από το Θράκα στην καταγωγή Μάγδη»



«…όργανο που χρησιμοποιούν οι βασιλείς των Θρακών στα δείπνα τους….» «….είναι ο φοίνικας, για το οποίο ο Έφορος και ο Σκάμωνας …» «…λέει ότι επινοήθηκε από τους Φοίνικες και πήρε αυτό το όνομα. Ο Σήμος από τη Δήλο στο πρώτο βιβλίο της Δηλιάδας του λέει ότι πήρε αυτό το όνομα επειδή ο βραχίονάς του φτιάχτηκε από τον φοίνικα της Δήλου…» «τον λεγόμενο νάβλα, /…/ και αυτός είναι επινόηση των Φοινίκων» «και το λεγόμενο τρίγωνο όργανο/../ είναι επινόηση των Σύρων, όπως και ο λεγόμενος λυροφοίνικας και η σαμβύκη»…

«οι Αιγύπτιοι λένε πως ο μόναυλος είναι επινόηση του Οσίριδος, όπως και ο λεγόμενος φώτιγγας πλαγίαυλος» «και για τους έλυμους αυλούς /…/ακούμε πως δεν είναι άλλοι, παρά οι Φρυγικοί» «είναι επινόηση Φρυγική» «οι λεγόμενοι λώτινοι αυλοί είναι αυτοί που οι Αλεξανδρείς λένε φώτιγγες. κατασκευάζονται από το λεγόμενο λωτό. Είναι δέντρο που ευδοκιμεί στη Λιβύη» «οι λεγόμενοι αυλοί από ελεφαντόδοντο, τρυπήθηκαν από τους Φοίνικες»

Προσθήκη λεζάντας

«ο Αριστόξενος ονομάζει ξένα όργανα τους φοίνικες, τις πηκτίδες, τις μαγάδιδες, τις σαμβύκες, τα τρίγωνα, τους κλεψίαμβους, τους σκινδαψούς και το λεγόμενο εννεάχορδο» «το τρίγωνο μνημονεύει ο Σοφοκλής στους Μυσούς του έτσι ’’Πολύ ηχεί το φρυγικό τρίγωνο κι απαντώντας ψάλλει η συγχορδία της λυρικής πυκτίδας’’»
«οι τρωγλοδύτες κατασκευάζουν την πανδούρα από τη δάφνη που φυτρώνει στη θάλασσα»
«Επιννόηση των Τυρρηνών είναι τα κέρατα και οι σάλπιγγες»



«τη μονοκάλαμη σύριγγα επινόησε ο Ερμής, μερικοί όμως λεν ότι την επινόησε ο Σεύθης και ο Ρωνάκης, οι Μαιδοί, την πολυκάλαμη ο Σιληνός και την Κηρόδετη ο Μαρσύας» (ο Σιληνός ήταν βασιλιάς του Ισραήλ και ο Μαρσύας ήταν Φρύγας) 

«Ο Όμηρος»/…/ «αναφέρει αυλούς. Τους αποδίδει στους βάρβαρους. Στους Τρώες λοιπόν υπήρχε ο ήχος αυλών και σουραυλιώνα» [9]                              

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, τομ Ι4, 9, σελ. 37

[2] Κλήμης Αλεξανδρείας, «Στρωματείς» Α XVI σελ. 265

[3] Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΙΔ΄, 34, σελ. 109

[4] Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, τομ Ι4, 40, σελ. 125

[5] Παυσανίας, Κορινθιακά, 21, 3

[6] Σούδα, λήμμα «Κωδωνοφορείται»

[7] Παυσανίας, Βοιωτικά, 5, 7.

[8] Σούδα, λήμμα «Ασία»


[9] Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΙΔ΄, 18, σελ. 63, 65, πργρ 20, σελ.71 πργρ. 34, σελ. 111, πργρ. 36, σελ. 113 και 117, πργρ.40, σελ. 123 πργρ 40, σελ 125, Δ΄, πργρ. 77, σελ. 221 πργρ. 77, σελ. 223  πργρ. 78, σελ. 223 πργρ. 80, σελ. 231 πργρ.80, σελ. 233 πργρ. 82, σελ. 239 Α΄, πργρ. 28, σελ. 97

ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
(με την σειρά που εμφανίζονται)
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C128/680/4512,20357/

http://avclub.gr/forum/archive/index.php/t-111895.html

http://www.ellinikoarxeio.com/2010/09/ancient-musical-instruments.html

http://tamikiamou.blogspot.gr/2012/05/blog-post_16.html

http://fridge.gr/65048/stiles/beep/

http://fridge.gr/65449/stiles/beep/





Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Γιατί οι άνδρες δεν ρωτάνε όταν χάνονται στον δρόμο


Πηγή εικόνας

Το διαδίκτυο είναι γεμάτο από άρθρα σαν αυτό που θα παραθέσω παρακάτω. Δίνουν μάλιστα και επιστημονικοφανή εξήγηση στο “φαινόμενο”.
Πράγματι, και για μένα, το να ρωτήσω για πληροφορίες για μια διεύθυνση, είναι η τελευταία μου επιλογή πριν την αυτοκτονία. Γιατί όμως;
Για παράδειγμα, εχτές ρώταγα για έναν δρόμο που μάλιστα ήξερα πως είναι πολύ κοντά στο σημείο που βρισκόμουν, μια που είχα δει τον χάρτη. Έχοντας γνώμη για το που περίπου έπρεπε να πάω, είπα να σπάσω την “αντρική παράδοση” και να κάνω (άλλη μια φορά) το πείραμα της ερώτησης για κατεύθυνση.
Το 50% των ερωτηθέντων απάντησαν “δεν γνωρίζω”. Δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει για αυτό, αλλά θα ήθελα να μάθω γιατί η απάντηση δίνονταν πάντα με εκνευριστική καθυστέρηση.
Οι υπόλοιποι ήταν πιο πρωτότυποι. 
Όλοι με έστειλαν στη αντίθετη κατεύθυνση, και μάλιστα με λεπτομέρειες, μια που ένας ισχυρίστηκε πως γνώριζε πολύ καλά το μέρος που έψαχνα. 
Ένας άλλος, που ήταν οδοκαθαριστής δημοτικός υπάλληλος (!!!) και είχε χάρτη στην τσέπη, (!!!) τον γύρισε ανάποδα για να με κατευθύνει λάθος. 
 Άλλοι δύο, εμφανώς ντόπιοι, θέλησαν να με στείλουν σε άλλο... δήμο, ενώ η διεύθυνση που έψαχνα ήταν πλέον στο οπτικό μου πεδίο!!!
Ούτε ένας από την δεκάδα των ερωτηθέντων, που είχαν δηλώσει πως γνωρίζουν το μέρος, δεν έδωσε την σωστή πληροφορία, ούτε καν κατά προσέγγιση.
Αυτή η σκηνή επαναλαμβάνεται στερεότυπα κάθε φορά που ζητώ πληροφορίες για μια διαδρομή.
Έχω διαμορφωμένη άποψη για την ψυχιατρική εξήγηση του θέματος, αλλά επειδή δεν παριστάνω τον ειδικό, σαν τους αναφερόμενους στο άρθρο, δεν μπορώ να παίξω με την νοημοσύνη σας σαν αυτούς.

Παραδίδω λοιπόν στην κρίση σας το κατωτέρω άρθρο.

Γιατί οι άνδρες δεν ρωτάνε όταν χάνονται στον δρόμο; 

18 Σεπτεμβρίου 2012 

 «Παράτα με, ξέρω που πάμε». Συνήθης απάντηση του άνδρα που βρίσκεται στο τιμόνι, όταν εσείς προσπαθείτε – εις μάτην- να τον πείσετε να ρωτήσει κάποιον περαστικό για να σας δώσει κατευθύνσεις ενώ βρίσκεστε χαμένοι στην μέση του πουθενά. Παράλληλα πατάει τέρμα το γκάζι και συνεχίζει προς την ίδια (λάθος) κατεύθυνση. Όμως η απροθυμία του αυτή, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μπορεί να μην βασίζεται εξ’ ολοκλήρου στην ξεροκεφαλιά του, αλλά στον «τυφλό πανικό». Ενώ οι γυναίκες είναι πιο ανοιχτές στο να χρησιμοποιήσουν όλες τις διαθέσιμες «πηγές» για να πετύχουν τον στόχο τους, οι άντρες θα παραμείνουν πιστοί στο αρχικό τους «σύστημα (π.χ. χάρτης ή οδηγίες γνωστού), ακόμα και αν αυτό τους έχει οδηγήσει σαφέστατα σε λάθος δρόμο. Όντας αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι το «σύστημά» τους δεν δουλεύει, οι άντρες πεισμώνουν πολύ πιο εύκολα με αποτέλεσμα να πατούν τέρμα το γκάζι σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποφύγουν την πραγματικότητα, λένε οι ειδικοί. Ο Tristan Gooley, εξερευνητής και ειδικός σε θέματα «φυσικής πλοήγησης», λέει πως παρατήρησε αυτή τη διαφορά ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες ενώ έκανε έρευνες πάνω στη χρήση στοιχείων όπως η θέση του ηλίου, του φεγγαριού και τον άστρων για προσανατολισμό. Όταν στους άντρες εμφανίστηκε μια εικόνα ενός σπιτιού με τον ήλιο δίπλα του, εκείνοι δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν αν αυτός έδυε ή ανέτειλε, οι γυναίκες όμως, κατάλαβαν ότι έδυε επειδή τα φώτα στο σπίτι ήταν ανοιχτά. «Τους εξέταζα πάνω σε αντικείμενα τα οποία είχα διδάξει, τον ήλιο, τα αστέρια, τον άνεμο, τον καιρό, τα φυτά, τα ζώα, όλα αυτά. Έβαλα αυτό το τεστ σε ομάδες και οι άντρες ‘κολλούσαν’ στο σύστημα που τους είχα μάθει ενώ οι περισσότερες γυναίκες έλεγαν ‘δεν μας νοιάζουν αυτά, κανείς δεν ανοίγει τα φώτα στο σπίτι στην αρχή της ημέρας», είπε στο BBC. «Νομίζω πως οι γυναίκες είναι λιγότερο άνετες με την προσκόλληση σε ένα συγκεκριμένο σύστημα… Στους άντρες αρέσουν τα συστήματα και έτσι ‘κολλάνε’ σε αυτά ακόμα και αν δεν δουλεύουν», πρόσθεσε. Έτσι στο πλαίσιο ενός ταξιδιού με το αυτοκίνητο, οι άντρες πιθανώς να αρνηθούν να ζητήσουν κατευθύνσεις, γιατί αν το κάνουν είναι σαν να παραδέχονται ότι το σύστημά τους δεν δουλεύει. «Αν παραδεχτείς πως ένα σύστημα δεν δουλεύει μια φορά, ο φόβος σε κυριεύει και επικρατεί πανικός στο μυαλό σου. Οι άνδρες δεν το παραδέχονται, αλλά αυτή είναι η θεωρία μου για ποιον λόγο οι άντρες δεν σταματούν στον δρόμο για να ρωτήσουν οδηγίες», λέει ο Gooley. 
Ν.Γ. 
Δημοσίευση | 18 Σεπτεμβρίου 2012
Διαβάστε περισσότερα στο:

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Ο Θουκυδίδης σπάει κόκκαλα...



Το απόσπασμα αυτό από την εισαγωγή του Θουκυδίδη στην ιστορία του, όχι μόνο με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, αλλά αποτελεί και κόλαφο στα παραληρήματα των “ελληνοκεντριστών” και “επανελληνιστών”.
Μόνο διαβάζοντας αυτόν τον εκπληκτικό συγγραφέα μπορούμε να καταλάβουμε σε ποιο βαθμό διάφοροι αυτοαποκαλούμενοι πατριώτες και ...θαυμαστές του, διαστρεβλώνουν την αλήθεια...
Φυσικά, ο συγγραφέας αρχίζει την αφήγησή του από τους λεγόμενους 'σκοτεινούς χρόνους', γύρω στα 1100 πΧ, όταν κατέρρεε ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, που οποίου μόνο το όνομα γνώριζε ο ιστορικός, όπως και όλοι οι Έλληνες τότε.
Η αφήγησή του μας δίνει μια ζωντανή εικόνα του χάους που επικράτησε σε αυτές τις εποχές κρίσης, και του αγώνα που έδωσαν οι Έλληνες για να ξεφύγουν από την βαρβαρότητα εκείνης της περιόδου, που, νομίζω, ακόμα σημαδεύει την χώρα. Η υπογράμμιση των σημαντικών αποσπασμάτων είναι δική μου.

Δημήτρης Σκουρτέλης

Η ακόλουθη μετάφραση είναι του Ελευθέριου Βενιζέλου, και προέρχεται από την Βικιπαίδεια.
(εδώ)



Προοίμιον

1. Θουκυδίδης, ὁ Ἀθηναῖος, ἔγραψε τὴν ἱστορίαν τοῦ πολέμου μεταξὺ τῶν Πελοποννησίων καὶ τῶν Ἀθηναίων. Τὴν συγγραφὴν αὐτοῦ ἤρχισεν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τῆς ἐκρήξεώς του, διότι προεῖδεν ὅτι θ' ἀπέβαινε μεγάλος καὶ περισσότερον ἀξιομνημόνευτος ἀπὸ κάθε προηγούμενον πόλεμον, καὶ ἐσυμπέραινε τοῦτο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀμφότερα τὰ Κράτη κατήρχοντο εἰς αὐτόν, ἐνῶ εὐρίσκοντο εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς παντὸς εἴδους στρατιωτικῆς δυνάμεως τῶν, καὶ ὅτι ἔβλεπε τοὺς λοιποὺς Ἕλληνας εἴτε τασσόμενους ἀμέσως, εἴτε διανοουμένους τουλάχιστον νὰ ταχθοῦν πρὸς τὸ ἐν ἢ τὸ ἄλλο μέρος. Ἡ κίνησις αὐτὴ ἐτάραξε τωόντι βαθύτατα τὴν Ἑλλάδα, καὶ μέρος ὑπὸ τοὺς βαρβάρους καὶ σχεδὸν τὸν κόσμον ὅλον.
Τὰ προγενέστερα γεγονότα καὶ τὰ ἔτι παλαιότερα δὲν δύνανται νὰ ἐξακριβωθοῦν σαφῶς, ἕνεκα τῆς παρόδου πολλοῦ χρόνου. Ἀλλὰ ἀπὸ τεκμήρια, τὰ ὁποῖα, ὠθῶν τὴν ἔρευνάν μου μέχρι τοῦ ἀπωτάτου παρελθόντος, κρίνω ἀξιόπιστα, ἄγομαι νὰ πιστεύσω ὅτι δὲν ὑπῆρξαν μεγάλα, οὔτε ὑπὸ πολεμικήν, οὔτε ὑπὸ ἄλλην ἔποψιν.

2Αι μεταναστεύσεις
Διότι εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ χώρα ποὺ καλεῖται σήμερον Ἑλλὰς δὲν ἦτο μονίμως κατοικημένη ἐξ ἀρχῆς, ἀλλ' ἐγίνοντο εἰς τὸ παρελθὸν συχναὶ μεταναστεύσεις καὶ οἱ κάτοικοι χωρὶς πολλᾶς δυσκολίας ἐγκατέλειπαν τὰς ἑστίας τῶν, ἐξαναγκαζόμενοι εἰς τοῦτο ἀπὸ νέους πολυαριθμοτέρους ἑκάστοτε ἐποίκους.

Καθόσον οὔτε τὸ ἐμπόριον, ὅπως σήμερον διεξάγεται, ὑπῆρχε τότε, οὔτε ἀσφαλὴς διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης συγκοινωνία, καὶ καθένας ἐξεμεταλλεύετο τὸ ἔδαφος, τὸ ὁποῖον εἶχε ὑπὸ τὴν κατοχήν του, τόσον μόνον ὅσον ἤρκει διὰ τὴν συντήρησίν του. Οὔτε πλοῦτον ἔσωρευαν, οὔτε τὴν γῆν ἐφύτευαν, τόσον μᾶλλον καθόσον αἳ ἐγκαταστάσεις τῶν δὲν ἤσαν ὠχυρωμέναι καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐφοβοῦντο μήπως ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν ἄλλοι ἐπιδρομεῖς ἐπέλθουν καὶ τοὺς ἀφαιρέσουν κάθε τί ποὺ ἔχουν. Ἐπειδή, ἐξ ἄλλου, ἐπίστευαν ὅτι ὁπουδήποτε ἠμποροῦν νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἀναγκαίαν καθημερινὴν τροφήν, ἐμετανάστευαν ὄχι ἀπροθύμως καὶ δὶ' αὐτὸ δὲν ἤσαν ἰσχυροὶ οὔτε κατὰ τὸ μέγεθος τῶν πόλεων, οὔτε κατὰ τὴν πολεμικὴν γενικῶς παρασκευήν.

Ἀλλὰ τὰ εὐφορώτερα πρὸ πάντων διαμερίσματα ὑπέκειντο εἰς διηνεκεῖς μεταβολᾶς τῶν κατοίκων - ὅπως, λόγου χάριν, αἳ ἐπαρχίαι, αἳ ὁποῖαι σήμερον ὀνομάζονται Θεσσαλία καὶ Βοιωτία, καὶ τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς Πελοποννήσου, ἐκτός της Ἀρκαδίας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα τὰ καλύτερα μέρη. Διότι ἡ εὐφορία τῆς γὴς ἔφερεν αὔξησιν τῆς δυνάμεως ὠρισμένων προσώπων, ἡ ὁποία ἐπροκάλει ἐμφυλίους σπαραγμούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὰ διαμερίσματα αὐτὰ ἐφθείροντο τόσον μᾶλλον, καθόσον ἤσαν περισσότερον ἐκτεθειμένα εἰς ἐξωτερικᾶς ἐπιδρομάς.

Ἡ Ἀττική, ἐν πάση περιπτώσει, λόγω του ὅτι τὸ ἔδαφός της εἶναι ἰσχνὸν καὶ πτωχόν, ὑπῆρξεν ἀνέκαθεν ἀπηλλαγμένη ἀπὸ στάσεις καὶ διὰ τὸν λόγον αὐτὸν διετήρησε πάντοτε τοὺς ἰδίους κατοίκους. Καὶ ἔχομεν ἐδῶ ἀπόδειξιν τοῦ ἰσχυρισμοῦ μου ὅτι, λόγω τῆς μεταναστεύσεως, τὰ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος δὲν ηὐξήθησαν εἰς πληθυσμὸν ὅπως ἡ Ἀττική. Διότι οἱ δυνατώτεροι ἀπὸ ἐκείνους, ὅσοι, ἕνεκα ἐξωτερικῶν πολέμων ἢ ἐσωτερικῶν στάσεων ἐξεδιώκοντο ἀπὸ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα, κατέφευγαν εἰς τὰς Ἀθήνας ὡς εἰς τόπον ἀσφαλῆ, καί, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν τὴν πόλιν, εὐθὺς ἀπὸ τοὺς παλαιότατους χρόνους, ἀκόμη πλέον πολυάνθρωπον, εἰς τρόπον ὥστε ἐπειδὴ ἡ Ἀττικὴ ἀπέβη ἀνεπαρκὴς διὰ τὸν πληθυσμὸν τῆς πόλεως οἱ Ἀθηναῖοι ἀπέστειλαν ἀποικίας εἰς τὴν Ἰωνίαν.

3Τὸ ὄνομα Ἑλλὰς

Την ἀδυναμίαν, ἄλλωστε, τῶν παλαιῶν καιρῶν μου φαίνεται ὅτι ἀποδεικνύει καὶ τὸ γεγονὸς πρὸ πάντων ὅτι πρὶν ἀπὸ τὰ Τρωικὰ τίποτε δὲν ἐπεχείρησεν ἀπὸ κοινοῦ ἡ Ἑλλάς. Νομίζω μάλιστα ὅτι τὸ ὄνομα αὐτὸ οὔτε εἶχε δοθῆ ἀκόμη εἰς ὅλην τὴν χώραν, οὔτε καν ὑπῆρχε πρὸ τοῦ Ἕλληνος, υἱοῦ τοῦ Δευκαλίωνος, ἀλλὰ τὰ διάφορα φύλα, καὶ εἰς μεγαλυτέραν ἔκτασιν τὸ Πελασγικόν, ἔδιδαν τὸ ὄνομα τῶν εἰς τὰ ὑπ' αὐτῶν κατοικούμενα διαμερίσματα. Ἀλλ' ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ ὁ Ἕλλην καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ ἀπέβησαν ἰσχυροὶ εἰς τὴν Φθιώτιδα, καὶ τὴν βοήθειαν τῶν ἐπεκαλοῦντο οἱ κάτοικοι τῶν ἄλλων πόλεων, τὰ διάφορα φύλα, συνεπεία τῆς ἐπικοινωνίας αὐτῆς, ὠνομάζοντο ἤδη ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον Ἕλληνες, μολονότι πολὺς ἐπέρασε καιρὸς πρὶν τὸ ὄνομα τοῦτο ἠμπορέση νὰ ἐπικράτηση γενικῶς.
Τὴν καλυτέραν ἀπόδειξιν παρέχει ὁ Ὅμηρος. Διότι, μολονότι ἔζησε πολὺ ὕστερον καὶ ἀπὸ τὰ Τρωικά, πουθενὰ δὲν ὠνόμασε μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ ὅλους, οὔτε ἄλλους ἐκτὸς ἐκείνων ποὺ ἠκολούθησαν τὸν Ἀχιλλέα ἀπὸ τὴν Φθιώτιδα, οἱ ὁποῖοι ἤσαν καὶ οἱ πρῶτοι Ἕλληνες, ἀλλ' ἀποκαλεῖ αὐτοὺς εἰς τὰ ποιήματά του γενικῶς Δαναοὺς καὶ Ἀργείους καὶ Ἀχαιούς.
Οὔτε βαρβάρους, ἄλλωστε, μνημονεύει διὰ τὸν λόγον, ὡς νομίζω, ὅτι οὔτε οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἀκόμη διακριθῆ διὰ κοινοῦ ἀντιθέτου ὀνόματος. Ὁπωσδήποτε τὰ διάφορα ἑλληνικὰ φύλα, ἐπὶ τῶν ὁποίων τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων, λόγω κοινότητος τῆς γλώσσης, ἐξηπλώνετο διαδοχικῶς ἀπὸ μίαν περιφέρειαν εἰς ἄλλην, ἕως ὅτου ἐπεξετάθη ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν, δὲν ἔκαμαν καμμίαν κοινὴν ἐπιχείρησιν πρὶν ἀπὸ τὰ Τρωικά, ἕνεκα ἀδυναμίας καὶ ἐλλείψεως ἀμοιβαίας ἐπικοινωνίας. Ἄλλωστε, καὶ τὴν ἐκστρατείαν ἀκόμη κατὰ τῆς Τροίας τότε μόνον ἐπεχείρησαν ἀπὸ κοινοῦ, ὅταν εἶχαν ἤδη ἀποκτήσει ἀξιόλογον ἐμπειρίαν τῆς θαλάσσης

4Ὁ Μίνως καὶ ἡ πειρατεία
Ὁ Μίνως, ἐξ ὅσων κατὰ παράδοσιν γνωρίζομεν, πρῶτος ἀπέκτησε πολεμικὸν ναυτικόν, καὶ ἐκυριάρχησεν ἐπὶ τοῦ μεγαλυτέρου μέρους τῆς θαλάσσης, ἡ ὁποία ὀνομάζεται σήμερον Ἑλληνική. Κατακτήσας τὰς Κυκλάδας νήσους, ἴδρυσεν ἀποικίας εἰς τὰς περισσοτέρας ἀπὸ αὐτᾶς, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τοὺς Κάρας καὶ ἐγκατέστησε τοὺς υἱούς του ὡς κυβερνήτας. Ὡς ἐκ τούτου καὶ τὴν πειρατείαν φυσικὰ κατεδίωκεν ὅσον ἠμποροῦσεν ἀπὸ τὴν θάλασσαν αὐτήν, διὰ νὰ περιέρχωνται εἰς αὐτὸν ἀσφαλέστερον τὰ εἰσοδήματα τῶν νήσων.

5. Διότι εἰς τὴν παλαιὰν ἐποχὴν οἱ Ἕλληνες, καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ἑκατοικοῦσαν εἴτε τὰ ἠπειρωτικὰ παράλια, εἴτε νήσους, ὅταν ἤρχισαν νὰ ἐπικοινωνοῦν μεταξὺ τῶν συχνότερον διὰ θαλάσσης, ἐπεδόθησαν εἰς τὴν πειρατείαν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν ἀνδρῶν ἐκ τῶν δυνατωτάτων, οἱ ὁποῖοι ὠθοῦντοεἰς τοῦτο καὶ ἀπὸ τὸν πόθον τοῦ προσωπικοῦ κέρδους καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάγκην ὅπως ἐπαρκοῦν εἰς τὴν συντήρησιν τῶν ἀπορωτέρων ὀπαδῶν τῶν. Καὶ ἐπιτιθέμενοι κατὰ πόλεων ἀτειχίστων καὶ ἀποτελουμένων ἀπὸ ἄθροισμα κωμῶν, τὰς διήρπαζαν καὶ ἐντεῦθεν ἐπορίζοντο κυρίως τὰ πρὸς τὸ ζῆν, διότι τὸ ἔργον τοῦτο δὲν ἔφερεν ἐντροπήν, ἀλλ' ἐπέσυρε τουναντίον καὶ κάποιαν δόξαν.

Τὸν ἰσχυρισμόν μου τοῦτον ἀποδεικνύει ὄχι μόνον ἡ μέχρι σήμερον συνεχιζομένη δράσις τῶν κατοίκων τῆς Στερεᾶς, οἱ ὁποῖοι σεμνύνονται διὰ τὰ πειρατικὰ τῶν κατορθώματα, ἀλλὰ καὶ οἱ παλαιοὶ ποιηταί, εἰς τοὺς στίχους τῶν ὁποίων ἀπευθύνεται πάντοτε στερεότυπος πρὸς τοὺς καταπλέοντας ἡ ἐρώτησις ἐὰν εἶναι πειραταί, καθόσον οὔτε οἱ ἐρωτώμενοι ἐθεώρουν τὸ ἔργον τοῦτο ἀνάξιον διὰ τοὺς ἑαυτοὺς τῶν, οὔτε οἱ τυχὸν ἀπευθύνοντες τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ὑβριστικήν.

Καὶ ἐπὶ τῆς Στερεᾶς, ἄλλωστε, ἐλήστευαν οἱ μὲν τοὺς δέ. Καὶ μέχρι σήμερον διατηρεῖται ἡ συνήθεια αὐτὴ τῆς κατὰ κώμας οἰκήσεως καὶ τῆς διαρπαγῆς εἰς πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος, ὅπως εἰς τὴν χώραν τῶν Ὀζολῶν Λοκρῶν, τὴν Αἰτωλίαν, τὴν Ἀκαρνανίαν καὶ τὰς παρακειμένας λοιπᾶς ἠπειρωτικᾶς περιφερείας. Καὶ ἡ συνήθεια πρὸς τούτοις τῆς ὁπλοφορίας ἔχει διατηρηθῆ μεταξὺ τῶν πληθυσμῶν αὐτῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῆς παλαιᾶς ληστείας.

6. Διότι ὅλοι οἱ Ἕλληνες ὠπλοφόρουν λόγω του ὅτι αἳ κατὰ κώμας διεσπαρμένοι ἐγκαταστάσεις τῶν ἤσαν ἀνοχύρωτοι καὶ αἳ πρὸς ἀλλήλους συγκοινωνίαι ἐπισφαλεῖς καὶ οὕτως ἐσυνήθισαν νὰ διαιτῶνται, φέροντες ὄπλα ὅπως οἱ βάρβαροι. Τὸ γεγονὸς ἄλλωστε, ὅτι εἰς τὰ διαμερίσματα αὐτὰ τῆςἙλλάδος διατηρεῖται ἀκόμη ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς διαίτης, εἶναι τεκμήριον ὅτι ἡσυνήθεια αὐτὴ ἐπεκράτει ἄλλοτε γενικῶς.
Οἱ Ἀθηναῖοι, ἐξ ἄλλου, ὑπῆρξαν μεταξὺτῶν πρώτων, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ παρήτησαν τὴν ὁπλοφορίαν, ἠκολούθησαν δίαιταν μᾶλλον ἀβίαστον καὶ ἐτράπησαν εἰς τὴν τρυφηλότητα. Καὶ ἀπὸ τοὺς πλέον ἡλικιωμένους μεταξὺ τῶν, οἱ πλούσιοι, ἕνεκα τοῦ ἀβροδιαίτου αὐτῶν, μόλις ἐσχάτως ἔπαυσαν νὰ φοροῦν λινοὺς χιτώνας καὶ νὰ συμπλέκουν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὴν κόμην τῶν εἰς κρώβυλον διὰ χρυσῆς πόρπης, ἐχούσης τὸ σχῆμα τέττιγος. Ὡς ἐκ τούτου, ἄλλωστε, καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτὸς ἐπεκράτησεν ἐπὶ πολὺ μεταξὺ τῶν πλέον ἡλικιωμένων Ἰώνων, λόγω τῆς φυλετικῆς πρὸς τοὺς Ἀθηναίους συγγενείας.

Ἐξ ἄλλου, οἱ Λακεδαιμόνιοι πρῶτοι μετεχειρίσθησαν τὴν ἁπλουστέραν ἐνδυμασίαν, ἡ ὁποία σήμερον συνηθίζεται, καὶ συγχρόνως ἡ δίαιτα τῶν εὐπορωτέρων ἀφωμοιώθη γενικῶς, ὅσον ἦτο δυνατόν, πρὸς τὴν τοῦ κοινοῦ λαοῦ. Πρῶτοι ὠσαύτως κατὰ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγώνας, ἀποβάλλοντες τὰ ἐνδύματατῶν, παρουσιάζοντο γυμνοὶ καὶ ἠλείφοντο μὲ ἔλαιον. Ἀλλὰ παλαιότερον, ἀκόμη καὶ εἰς τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγώνας, οἱ ἀθληταί, ὅταν ἠγωνίζοντο, ἔφεραν διαζώματα περὶ τὰ αἰδοῖα, καὶ ἡ συνήθεια αὐτὴ διετηρεῖτο μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν καὶ διατηρεῖται, ἀκόμη καὶ σήμερον εἰς μερικοὺς βαρβάρους καὶ ἰδίως Ἀσιάτας, ὅπου οἱ ἀγωνιζόμενοι διὰ τὰ ἔπαθλα πυγμῆς καὶ πάλης φέρουν διαζώματα.
Ἀλλὰ θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς ν' ἀποδείξη ὅτι καὶ πολλᾶς ἄλλας συνήθειας εἶχαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ὁμοίας μὲ τὰς συνηθείας τῶν σημερινῶν βαρβάρων.

7. Ἀπὸ τὰς πόλεις, ἐξ ἄλλου, ὄσαι συνωκίσθησαν εἰς μεταγενεστέρους χρόνους, ὅταν ἡ ναυσιπλοΐα εἶχεν ἤδη γίνει ἀσφαλεστέρα καὶ συνεπῶς εἶχαν ἀφθονίαν πλούτου, ἐκτίζοντο ἐπάνω εἰς τὰ παράλια καὶ οἱ ἰσθμοὶ κατελαμβάνοντο καὶ ἀπεχωρίζοντο μὲ τεῖχος ἀπὸ τὸ ἐπίλοιπον ἔδαφος, χάριν τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς ἀμύνης ἑκάστης πόλεως ἐναντίον τῶν γειτόνων της. Ἀλλ' αἳ παλαιαὶ πόλεις, ἕνεκα τῆς πειρατείας, ἡ ὁποία ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐπεκράτησε, συνωκίσθησαν εἰς μεγαλυτέραν ἀπὸ τὴν θάλασσαν ἀπόστασιν, ὅπου καὶ διατηροῦνται μέχρι σήμερον. Διότι οἱ πειραταὶ δὲν ἐλήστευαν μόνον οἱ μὲν τοὺς δέ, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι, χωρὶς νὰ εἶναι ναυτικοί, κατώκουν τὰ παράλια.

8. Ἀλλ' ἀκόμη περισσότερον ἐπεδίδοντο εἰς τὴν πειρατείαν οἱ νησιῶται Κάρες καὶ Φοίνικες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατοικήσει τὰς περισσοτέρας ἀπὸ τὰς νήσους, ὅπως τεκμαίρεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι, διαρκοῦντος τοῦ πολέμου,προέβησαν εἰς τὸν καθαρμὸν τῆς Δήλου, ἐσήκωσαν ὅλους τους νεκροὺς καὶ τὰ φέρετρα ὅσων εἶχαν ἀποθάνει εἰς τὴν νῆσον, περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μισοὺς θαμμένους εὑρέθησαν ὅτι ἤσαν Κάρες καὶ ἀνεγνωρίσθησαν ὡς τοιοῦτοι καὶ ἀπὸτὸ εἶδος τοῦ ὁπλισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε συνταφὴ μὲ αὐτούς, καὶ ἀπὸ τὸν τρόπον τῆς ταφῆς, ὁ ὁποῖος καὶ σήμερον συνηθίζεται μεταξὺ τῶν.

Ἀλλ' ἀφότου συνεκροτήθητὸ πολεμικὸν ναυτικόν του Μίνωος, αἳ διὰ θαλάσσης συγκοινωνίαι ἔγιναν ἀσφαλέστεροι, ἀφ' ἑνὸς μὲν διότι οἱ κακοποιοὶ τῶν νήσων αὐτῶν ἐξεδιώχθησαν ὑπ' αὐτοῦ, κατὰ τὴν ἐποχὴν ἀκριβῶς ποὺ προέβη εἰς ἐποικισμὸν τῶν περισσοτέρων, ἐξ ἀλλοῦ δὲ διότι οἱ κάτοικοι τῶν παραλίων ἤρχισαν ἤδη ν' ἀποκτοῦν μεγαλυτέρας περιουσίας καὶ νὰ ἔχουν μονιμωτέραν κατοικίαν, καὶ μερικοὶ μάλιστα, ὅπως ἦτο φυσικὸν δὶ' ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων ηὔξανε καθημερινῶς ὁ πλοῦτος, καὶ μὲ τείχη περιέβαλλαν τὰς πόλεις τῶν. Διότι, ἕνεκατοῦ γενικοῦ πόθου τοῦ κέρδους καὶ οἱ ἀσθενέστεροι ἠνείχοντο τὴν ἐξάρτησιν ἀπὸ τοὺς ἰσχυροτέρους καὶ οἱ δυνατώτεροι, διαθέτοντες πλοῦτον, καθίστων ὑπηκόους τῶν τὰς ὑποδεεστέρας πόλεις. Καὶ μόνον βραδύτερον, ὅταν εἶχαν ἤδη ἔτι μᾶλλον προαχθῆ εἰς τὴν κατάστασιν αὐτήν, ἐξεστράτευσαν κατὰ τῆς Τροίας.

9Ὁ Τρωϊκὸς πόλεμος
Και ὁ Ἀγαμέμνων, ὡς φρονῶ, κατώρθωσε νὰ συγκεντρώση τὴν ναυτικὴν ἐκστρατείαν ἐναντίον τῆς Τροίας, διὰ τὸν λόγον ὅτι ὑπερεῖχε κατὰ τὴν δύναμιν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἡγεμόνας, καὶ ὄχι τόσον διότι οἱ μνηστῆρες τῆς Ἑλένης, τῶν ὁποίων ὑπῆρξεν ἀρχιστράτηγος, εἶχαν δεσμευθῆ μὲ τοὺς ὅρκους ποὺ τοὺς ἐπέβαλεν ὁ Τυνδάρεως.
Καὶ ὅσοι, ἄλλωστε, ἀπὸ τοὺς Πελοποννησίους παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους τὰς ἀσφαλεστέρας παραδόσεις διηγοῦνται ὅτι ὁ Πέλοψ ἀπέκτησεν ἀρχικῶς δύναμιν λόγω τοῦ μεγάλου πλούτου, μὲ τὸν ὁποῖον ἦλθεν ἀπὸ τὴν Ἀσίαν εἰς χώραν, τῆς ὁποίας ὁ πληθυσμὸς ἦτο πτωχός, καὶ διὰ τοῦτο κατώρθωσε, μολονότι ξένος, νὰ δώση εἰς αὐτὴν τὸ ὄνομά του, καὶ ὅτι ἀκόμη καλυτέρα τύχη ἐπερίμενε τοὺς ἀπογόνους του μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἐγγονοῦ τοῦ Εὐρυσθέως, βασιλέως τῶν Μυκηνῶν, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη ἀπὸ τοὺς Ἠρακλείδας εἰς τὴν Ἀττικήν. Καθόσον, ὅταν οὗτος ἐξεστράτευσεν ἐκεῖ, ἐνεπιστεύθη τὴν ἀντιβασιλείαν τῶν Μυκηνῶν, λόγῳ συγγενείας, εἰς τὸν ἀδελφόν της μητρὸς τοῦ Ἀτρέα (ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἦτο ἐξωρισμένος ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ Πέλοπα διὰ τὸν φόνον τοῦ Χρυσίππου). Καὶ ἐπειδὴ ὁ Εὐρυσθεὺς δὲν ἐπέστρεψε πλέον, ὁ Ἀτρεύς, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε ἐθεωρεῖτο ἀνὴρ πλουσιώτατος καὶ εἶχε κολακεύσει τὸ πλῆθος, ἀνέλαβε τὴν βασιλείαν τῶν Μυκηνῶν καὶ γενικῶς τῶνμερῶν, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐξετείνετο ἡ ἀρχὴ τοῦ Εὐρυσθέως, συμφώνως ἄλλωστε μὲ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν τῶν Μυκηναίων, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ πλέον ἐφοβοῦντο τοὺς Ἠρακλείδας. Καὶ ἔτσι ὁ οἶκος τοῦ Πέλοπος ἔγινεν ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸν οἶκον τοῦ Περσέως.
Τὰ δύο αὐτὰ σκῆπτρα ἀφοῦ ἤνωσεν εἰς χείρας τοῦ ὁ Ἀγαμέμνων, υἱὸς τοῦ Ἀτρέως, καὶ ἔγινε συγχρόνως ἰσχυρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατὰ τὴν ναυτικὴν δύναμιν, κατώρθωσεν, ὅπως ἐγὼ νομίζω, νὰ συγκέντρωση τὴν ἐκστρατείαν, διότι οἱ ἡγεμόνες τὸν ἠκολούθησαν, ὄχι κατὰ χάριν, ἀλλ' ἀπὸ φόβον. Διότι εἰς τὴν ἐκστρατείαν προσῆλθεν ἔχων ὁ ἴδιος τὰ περισσότερα πλοῖα καὶ συγχρόνως ἐφωδίασε μὲ τοιαῦτα τοὺς Ἀρκάδας, ἐὰν ἡ περὶ τούτου μαρτυρία τοῦ Ὁμήρου πρέπη νὰ ληφθῆ ὑπ' ὄψιν. Καὶ εἰς τοὺς στίχους, ἄλλωστε, ὅπου ὁμιλεῖ περὶ τῆς διαδοχῆς τοῦ σκήπτρου, ἀναφέρει περὶ αὐτοῦ ὁ Ὅμηρος ὅτι ἐβασίλευσεν εἰς πολλᾶς νήσους καὶ ὁλόκληρον τὸ Ἄργος. Ἐν τούτοις, ἐὰν δὲν εἶχεν ἀξιόλογον ναυτικὴν δύναμιν, δὲν θὰ ἠμποροῦσε μὲ τὸν στρατὸν τῆς ξηρᾶς νὰ βασιλεύη εἰς νήσους, ἐκτὸς τῶν ἐγγύς της παραλίας κειμένων, αἳ ὁποῖαι ὅμως δὲν ἠμποροῦσαν νὰ εἶναι πολλαί. Καὶ ἀπὸ τὴν ἐστρατείαν ἄλλωστε αὐτὴν πρέπει νὰ εἰκάζωμεν περὶ τῆς σημασίας τῶν προγενεστέρων.

10. Το ότι αι Μυκήναι ήσαν μικραί, η κάθε άλλη πόλις του τότε καιρού φαίνεται σήμερον ασήμαντος, δεν είναι αποχρών λόγος όπως αρνηθή κανείς να πιστεύση ότι η κατά της Τροίας εκστρατεία υπήρξεν όσον μεγάλη λέγεται από τους ποιητάς και παριστάνεται από την παράδοσιν. Διότι, εάν η πόλις των Λακεδαιμονίων ήθελεν ερημωθή και δεν απέμεναν παρά οι ναοί και τα θεμέλια των άλλων οικοδομημάτων, οι μεταγενέστεροι, μετά πάροδον πολλού χρόνου, νομίζω, δεν θα επίστευαν ότι η δύναμίς της υπήρξεν ανάλογος προς την φήμην της. Και, εν τούτοις, οι Λακεδαιμόνιοι όχι μόνον εξουσιάζουν αμέσως τα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου, αλλά και έχουν την αρχηγίαν του υπολοίπου αυτής και πολλών συμμάχων εκτός αυτής. Εφόσον, εν τούτοις, η πόλις της Σπάρτης ούτε ένα συνοικισμόν απετέλεσε ποτέ, ούτε πολυτελείς ναούς και οικοδομάς έκτισεν, αλλά κατοικείται κατά κώμας, σύμφωνα με την παλαιάν συνήθειαν της Ελλάδος, η δύναμίς της θα εφαίνετο υποδεεστέρα της πραγματικής.

Ενώ, εάν η πόλις των Αθηνών επάθαινεν ομοίαν συμφοράν, η δύναμίς της, κρινομένη από την απλήν εξωτερικήν εμφάνισιν, θα εφαίνετο, νομίζω, διπλασία της πραγματικής. Δεν είναι λοιπόν ορθόν να είμεθα δύσπιστοι, ούτε ν' αποβλέπωμεν εις την εξωτερικήν εμφάνισιν των πόλεων μάλλον παρά εις την δύναμίν των, αλλά πρέπει να θεωρούμεν ότι η κατά της Τροίας εκστρατεία υπήρξε μεν μεγαλύτερα από τας προηγουμένας, υπολείπεται όμως των σημερινών, εάν πρέπη να πιστεύσωμεν και εδώ τα ποιήματα του Ομήρου. Διότι, μολονότι είναι φυσικόν να υποθέσωμεν ότι ούτος ως ποιητής μεγαλοποιεί δια της φαντασίας του την εκστρατείαν όμως και πάλιν φαίνεται αυτή υποδεεστέρα. Καθόσον, από τα χίλια διακόσια πλοία, που έλαβαν μέρος εις την εκστρατείαν, περιγράφει τα μεν των Βοιωτών ως έχοντα εκατόν είκοσι άνδρας έκαστον, τα δε του Φιλοκτήτου πενήντα, μνημονεύων ούτως, ως πιστεύω, τα μεγαλύτερα και τα μικρότερα πλοία. Εν πάση περιπτώσει, δεν μνημονεύει άλλου μεγέθους πλοία εις τον κατάλογόν του. Ότι, εξ άλλου, όλοι οι άνδρες του πληρώματος ήσαν κωπηλάται συγχρόνως και μάχιμοι, αναφέρει εν σχέσει προς τα πλοία του Φιλοκτήτου, όταν παριστάνη όλους τους κωπηλάτας ως τοξότας. Επιβάται, εξ άλλου, εκτός των βασιλέων και των κυριωτάτων εκ των εν τέλει, δεν είναι πιθανόν να επέβαιναν εις τα πλοία πολλοί, λόγω ιδίως ότι έμελλαν να διαπλεύσουν το πέλαγος μετά του πολεμικού υλικού εντός πλοίων τα οποία δεν είχαν καν κατάστρωμα, αλλά ήσαν κατεσκευασμένα κατά τον παλαιόν τρόπον, προσομοιάζοντα μάλλον προς τα πειρατικά. Εάν λοιπόν λάβωμεν τον μέσον όρον μεταξύ των μεγαλυτέρων και μικροτέρων πλοίων, οι εκστρατεύοντες δεν φαίνεται να ήσαν πολλοί, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι ούτοι προήρχοντο από όλα συγχρόνως τα μέρη της Ελλάδος.

11. Αιτία τούτου ήτο όχι τόσον η ολιγανθρωπία όσον η αχρηματία. Διότι, ένεκα ελλείψεως επαρκών τροφίμων, εξεστράτευσαν με περιωρισμένην δύναμιν στρατού και τόσην μόνον, όσην ήλπιζαν ότι ημπορούσε να διατρέφεται από την χώραν, διαρκούντος του πολέμου. Αφού, άλλωστε, μετά την άφιξίν των ενίκησαν εις την πρώτην μάχην (ότι δε ενίκησαν αποδεικνύεται εκ του ότι εν εναντία περιπτώσει δεν θα ηδύναντο να περιχαρακώσουν το στρατόπεδόν των), ούτε τότε φαίνεται να μετεχειρίσθησαν ολόκληρον την δύναμίν των, αλλ' ένεκα ανεπαρκείας τροφίμων επεδόθησαν εις καλλιέργειαν της Χερσονήσου και εις την διαρπαγήν. Και συνέπεια της διασποράς αυτής των δυνάμεων των ήτο, ότι οι Τρώες ημπόρεσαν ευκολώτερον να παρατείνουν την κατ' αυτών αντίστασίν των επί του ανοικτού πεδίου, επί δέκα όλα έτη, ως γνωστόν, καθόσον ήσαν ισόπαλοι προς τους εκάστοτε υπολειπόμενους επί τόπου. Ενώ εάν ήρχοντο φέροντες άφθονα τρόφιμα και, αντί να επιδίδωνται εις την γεωργίαν και την διαρπαγήν, διεξήγαν τον πόλεμον άνευ διακοπής, θα κατώρθωναν διά της υπεροχής των εις τας εκ παρατάξεως μάχας να κυριεύσουν την Τροίαν, αφού και διεσπαρμένοι όπως ήσαν, και με μέρος μόνον του στρατού των εκάστοτε διαθέσιμον, αντείχαν. Εάν, εξ άλλου, επολιορκούσαν κανονικώς την Τροίαν, στρατοπεδεύοντες προ αυτής, θα την εκυρίευαν ταχύτερον και ακοπώτερον. Αλλ' ένεκα αχρηματίας και τα προ των Τρωικών υπήρξαν ασήμαντα και αυτή, εξ άλλου, η κατά της Τροίας εκστρατεία, μολονότι υπήρξεν ονομαστοτέρα από τας προηγουμένας, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι ήτο υποδεεστέρα της φήμης της και της παραδόσεως, η οποία επικρατεί περί αυτής σήμερον χάρις εις τους ποιητάς.

12Αι μετά τα Τρωικά μεταναστεύσεις
Καθόσον και μετά τα Τρωικά ακόμη αι μεταναστεύσεις και νέαι εγκαταστάσεις εξηκολούθησαν εις την Ελλάδα, εις τρόπον ώστε δι' έλλειψιν ησυχίας, δεν ημπόρεσεν αύτη να αναπτυχθή. Τωόντι, η μεγάλη βραδύτης της επιστροφής των Ελλήνων από την Τροίαν είχε προκαλέσει πολλάς πολιτικάς μεταβολάς, καθ' όσον συχναί στάσεις εγίνοντο εις τας πόλεις και όσοι συνεπεία αυτών εξωρίζοντο ίδρυαν νέας τοιαύτας. Και οι σημερινοί Βοιωτοί, εκδιωχθέντες το εξηκοστόν έτος μετά την άλωσιν της Τροίας υπό των Θεσσαλών από την Άρνην, εγκατεστάθησαν εις την χώραν, η οποία σήμερον καλείται Βοιωτία, ενώ πρότερον εκαλείτο Καδμηΐς (μέρος, άλλωστε, αυτών ήτο ήδη εγκατεστημένον από πριν εκεί, και από αυτούς προήρχοντο οι Βοιωτοί που έλαβαν μέρος εις την εκστρατείαν κατά της Τροίας).

Και οι Δωριείς με τους Ηρακλείδας κατέλαβαν την Πελοπόννησον το ογδοηκοστόν έτος. Ως εκ τούτου, μόλις μετά παρέλευσιν πολλού καιρού ησύχασεν οριστικώς η Ελλάς και ο πληθυσμός της έπαυσεν υποκείμενος εις βιαίας μετακινήσεις, οπότε και ήρχισε ν' αποστέλλη αποικίας. 

Και οι μεν Αθηναίοι απώκισαν τας Ιωνικάς πόλεις της Μικράς Ασίας και τας περισσοτέρας νήσους του Αιγαίου πελάγους, οι δε Πελοποννήσιοι το πλείστον της Ιταλίας και Σικελίας και μερικά άλλα μέρη της λοιπής Ελλάδος. Όλαι αυταί άλλωστε αι αποικίαι ιδρύθησαν μετά τα Τρωικά.

13Αι ισχυρότεραι ναυτικαί δυνάμεις
Αλλ' εφόσον η Ελλάς εγίνετο ισχυρότερα, και η αύξησις του πλούτου ταχύτερα παρά πριν, εις τας πόλεις, των οποίων αι πρόσοδοι ηύξαναν, εγκαθιδρύοντο ως επί το πλείστον τυραννίδες, ενώ πρότερον ήσαν κληρονομικαί βασιλείαι με περιωρισμένα προνόμια. Και ναυτικά εξήρτυαν οι Έλληνες και εις την θάλασσαν επεδίδοντο περισσότερον. Λέγεται, άλλωστε, ότι οι Κορίνθιοι πρώτοι απεδέχθησαν σχεδόν εξ ολοκλήρου τον σημερινόν τρόπον της κατασκευής των πλοίων και της διοικήσεως του ναυτικού και ότι αι πρώται ελληνικαί τριήρεις εναυπηγήθησαν εις την Κόρινθον. Και φαίνεται ότι ο Αμεινοκλής, Κορίνθιος ναυπηγός, κατεσκεύασε τέσσαρα πολεμικά πλοία διά την Σάμον, όπου μετέβη τριακόσια περίπου έτη προ του τέλους του παρόντος πολέμου. Και η παλαιοτάτη γνωστή ναυμαχία έγινε μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων διακόσια εξήντα έτη προ της ιδίας χρονολογίας. Διότι η Κόρινθος, κειμένη επί του Ισθμού, ήτο εκ παλαιότατων ήδη χρόνων κέντρον εμπορίου, και καθόσον οι Έλληνες το πάλαι, και οι εντός της Πελοποννήσου και οι εκτός αυτής, επικοινωνούντες προς αλλήλους διά ξηράς μάλλον ή διά θαλάσσης, διήρχοντο διά του εδάφους των Κορινθίων, ο πλούτος της ήτο ανέκαθεν πηγή δυνάμεως, ως αποδεικνύεται από τους παλαιούς ποιητάς, οι οποίοι την πόλιν επωνόμασαν "αφνειόν", ήτοι πλουσίαν. Και όταν η ναυσιπλοΐα έγινε συχνοτέρα μεταξύ των Ελλήνων, οι Κορίνθιοι απέκτησαν τον πολεμικόν στόλον των και κατεδίωκαν την πειρατείαν, παρέχοντες δε κέντρον εμπορίου κατά γην και κατά θάλασσαν, προήγαγαν την πόλιν διά των αυξηθέντων εισοδημάτων της εις μεγάλην δύναμιν. 
Και οι Ίωνες επίσης απέκτησαν βραδύτερον σημαντικόν στόλον επί Κύρου, του πρώτου βασιλέως των Περσών, και του υιού του Καμβύσου, και πολεμούντες κατά του Κύρου εκυριάρχησαν επί τίνα χρόνον της θαλάσσης, η οποία εκτείνεται πλησίον των ακτών των. Και ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου επί της εποχής του Καμβύσου, έχων ισχυρόν στόλον, υπέταξε και άλλας από τας νήσους και κυριεύσας την Ρήνειαν την αφιέρωσεν εις τον Δήλιον Απόλλωνα. Ενώ, εξ άλλου, οι Φωκαείς, καθ' ον χρόνον απώκιζαν την Μασσαλίαν, ναυμαχήσαντες προς τους Καρχηδονίους, τους ενίκησαν.

14. Αυτά τωόντι υπήρξαν τα ισχυρότατα ναυτικά της Ελλάδος. Αλλά μολονότι συνεκροτήθησαν κατόπιν από πολλάς γενεάς των Τρωικών, βέβαιον είναι ότι και αυτά ακόμη απετελούντο από πεντηκοντόρους και μακρά πλοία, όπως και τα της εποχής του Τρωικού πολέμου, ολίγας δε μόνον τριήρεις περιελάμβαναν. Ολίγον μόνον προ των Περσικών πολέμων και του θανάτου του Δαρείου, ο οποίος διεδέχθη τον Καμβύσην, οι τύραννοι της Σικελίας και οι Κερκυραίοι απέκτησαν τριήρεις εις σημαντικόν αριθμόν. Και αυτά είναι τα τελευταία προ της εκστρατείας του Ξέρξου αξιόλογα ναυτικά, τα οποία συνεκροτήθησαν εις την Ελλάδα.
Διότι οι Αιγινήται και οι Αθηναίοι και κάθε τυχόν άλλη ναυτική δύναμις είχαν ασημάντους στόλους, και τούτους κατά το πλείστον αποτελούμενους από πεντηκοντόρους. Και μόνον βραδύτερον έπεισεν ο Θεμιστοκλής τους Αθηναίους, ενώ ευρίσκοντο ήδη εις πόλεμον προς τους Αιγινήτας και ανεμένετο ο βάρβαρος, να κατασκευάσουν τα πολεμικά πλοία, με τα οποία και εναυμάχησαν εις την Σαλαμίνα. Και τα πλοία άλλωστε αυτά δεν είχαν ακόμη κατάστρωμα καθ' όλον το μήκος των.

15. Τοιαύτα λοιπόν υπήρξαν τα ναυτικά των Ελλήνων και τα παλαιά και τα νεώτερα. Οπωσδήποτε, όσοι έστρεψαν την προσοχήν και δραστηριότητα των εις αυτά, απέκτησαν σημαντικήν δύναμιν, όχι μόνον διά της αυξήσεως των εισοδημάτων των, αλλά και διά της επεκτάσεως της κυριαρχίας των επί άλλων. Διότι, πλέοντες κατά των νήσων, όσαι ιδίως δεν είχαν χώραν επαρκή, ήρχισαν να τας καθυποτάσσουν. Κατά ξηράν, όμως, κανείς πόλεμος δεν έγινε, τοιούτος, τουλάχιστον, από τον οποίον να προέλθη σημαντική αύξησις δυνάμεως, αλλ' όλοι όσοι τυχόν έγιναν, ήσαν πόλεμοι μεταξύ ομόρων, ενώ εκστρατείαι εις ξένας και μακρυνάς χώρας χάριν κατακτήσεως άλλων δεν επεχείρουν οι Έλληνες. Διότι ούτε με τα ισχυρότερα κράτη ετάσσοντο ως υπήκοοι, ούτε, εξ άλλου, ηνώνοντο εθελουσίως ως ίσοι προς κοινήν εκστρατείαν, αλλ' οι πόλεμοί των ήσαν μάλλον πόλεμοι μεμονωμένως διεξαγόμενοι από ένα γείτονα εναντίον του άλλου. Πόλεμος, εις τον οποίον οι λοιποί Έλληνες διαιρεθέντες ετάχθησαν ως σύμμαχοι του ενός η του άλλου, υπήρξε κυρίως ο πόλεμος που έγινε πάλαι ποτέ μεταξύ Χαλκιδέων και Ερετριέων.