Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Η σκλαβιά της δίαιτας κι ο Ρήγας

Ο Θούριος του Ρήγα με όρους διαιτητικούς


 Διασκεδασκευή:
 Δημήτρης Σκουρτέλης






Καλύτερα μιας ώρας κακή διατροφή
παρά σαράντα χρόνια δίαιτα αυστηρή

Τί σ΄ ωφελεί αν ζήσης, αν είναι με κουκκιά,
Στοχάσου πως σὲ ψένουν καθ΄ ώραν στη φωτιά.

Μπριζόλα, παϊδάκι, και πάστα αν γευθείς
Ο ιατρός αδίκως, σε κάμει να χαθής.

Δουλεύεις όλ΄ ημέρα, και ότι μαζευτεί,
Στα πράσσα τα ξοδεύεις, δεν έχει προκοπή.

Ὁ Σοῦτζος, κι΄ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
στη δίαιτα ελυώσαν και άντε να τους δεις.


Ανδρείοι Καπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
λυσσάξανε κι΄ Αγάδες, με τέτοια διατροφή.

Κι΄ αμέτρητ΄ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
την όρεξή τους χάνουν, χωρίς καμμιά ΄φορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρό, 
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στο ψητό.

Μπαχάρια και πιπέρια και μπόλικον ζωμό
και μπόλικο λαδάκι, να΄'ναι τσιγαριστό
να βάζωμεν εις όλα, να είναι γευστικόν.

Τσελεμεντές να είναι  ο πρώτος οδηγός, 
κανένας διαιτολόγος μη  γένει αρχηγός.

Γιατ΄η χορτοφαγία ομοιάζει την σκλαβιά, 
να ζούμε σαν κατσίκια, είν’πιο σκληρή φωτιά.




Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε, 
το σκέτο κουνουπίδι να μη φάγω ποτέ.

Μήτε να μαγειρέψω κανένα πια φυτό, 
εις τα χορταρικά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός, 
μπριτζόλες για να τρώω, θε να `ναι σταθερός.

Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν, 
τον γύρο θα τσακίζω, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’αστράψ’ ο ουρανός, 
και να με κατακόψει, να γένω σαν καπνός.

Σ΄ Ανατολή καὶ Δύσι, καὶ Νότον καὶ Βοριά,
Για το γιουβέτσι  όλοι, νάχωμεν μία καρδιά.

Στην  όρεξιν  καθ΄ ένας, ελεύθερος να ζη,
Και στα λουκανικάκια, νὰ τρέξωμεν μαζύ.


Βουλγάροι, κι΄ Αρβανίτες, Αρμένοι καὶ Ρωμιοί,
Αράπιδες, καὶ άσπροι, με μία κοινή ορμή.

Για την κοιλιά μας όλοι, να ζώσωμεν σπαθί,
Είμαστε πεινασμένοι, παντού να ακουσθή.

Όσοι από τη νηστεία, κατάντησαν στοιχειά,
Απάνω στο τραπέζι, ας έλθουν τώρα πια.

Και όσοι της κουζίνας, την τέχνην αγροικοῦν,
Ἐδώ ας μαζευτούνε, για να δημιουργούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ΄ απάκια και πατσές,
Τοὺς δίδει κατσικάκια, αξίαις καὶ τιμαίς.

Ὡς πότε τις πατάτες βρασμένες θα γευθείς.
Θε να τις τηγανίζεις, να το ‘φχαριστηθείς.

Καλύτερα χορτάτος, κανένας νὰ χαθεί,
Παρά να τρώει ραδίκια, αγγούρια και ψωμί




Και όσοι θα χορτάσουν δεν είναι πλιο εχθροί
Αδέλφια μας στη μάσα, κι ας είναι και λειψοί

μα όσοι θα τολμήσουν μαρούλια να κρατούν

Εκείνοι και δικοί μας αν είναι, ας χαθούν

Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στις σπηλιές σας θα τρώτε τραχανά


Μαυροβουνιού μαγείροι, Ολύμπου σταυραητοί
Κι Αγράφων σερβιτοροι γενήτε μια ψυχή

Πεινάτε Μακεδόνες, ορμήσετε για μια

και το μεδούλι αμέσως ρουφήχτε σα θεριά

Ταβέρνες του Δουνάβου, αδέλφια μου χοντροί

με τον κεφτέ στο χέρι καθ’ ένας ας φανεί



Το βοδινό να βράσει, με δίκαιον θυμόν
Μικροί μεγάλοι φάτε όλον τον άμπακον.


Τη σούπα αυγοκόψτε με όλον τον ζωμόν
Μικροί μεγαλοι ορμήστε γιατ’ έχει και ζαμπόν

Λεβέντες φαγωμένοι, Μαυροθαλασσινοί
ως πότε η χλαπάτσα θε να σας τυρρανεί

Μπουκώσετε τον γύρον, ανίκητοι Λαζοί

Χωθείτε ως την μύτη, μ΄εμάς κι εσείς μαζί

Λούκουλλοι της θαλάσσης, πεινάλες των νησιών

Στα χάμπουργκερ χυθείτε, με μπέικον και ζαμπόν

Της Κρήτης και της Υδρας θαλασσινά πουλιά

Καιρός πια κοκορέτσι να φάτε με χαρά.


Κι όσ΄είστε στην ταβέρνα σαν άξια παιδιά

να βάζετε μουστάρδα να καιει σα φωτιά





Μ΄εμάς και σεις Μαλτέζοι, ορμάτε στο τυρί

Και πα στα σουτζουκάκια ριχθείτε με ορμή

Κείνο το σπετζοφάι, σας θέλει, σας πονεί

να μπει μας την κοιλιά σας πολύ επιθυμεί.

Τι στέκεις Πεσβαντζόγλου τόσον εκστατικός;
πέσε στο κανταΐφι, άρπαχτο σαν αϊτός.


Λάχανα και χορτάρια καθόλου μη ψηφάς
Για κοίτα τι ωραίος είναι ο παστουρμάς.




Μπιφτέκια και πατάτες, και πίτες με τυρί
Κασσέρι και η φέτα, εσένα προσκαλεί.

Τους μάγειρές σου στείλε, που όλα τα μπορούν
και στην ξεροφαγία να ζήσουν δεν μπορούν

 πεινάλα, μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
Τον φούρνον να αδειάσεις, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο γιουβέτσι, ελεύθερα φρονείς,
Πατσά να μην αφήνεις, στο πιάτο αν τον δεις.

Με όλη την κοιλιά σου ευθύς να σηκωθείς,
Στου δόκτορ τα φερμάνια να μην υποταχθείς.




Τοῦ Μισιργιού λιοντάρια, για πρώτη σας δουλιά,
Έναν καλοφαγάνα, κάμετε Βασιλιά.

κι όσ' είστε σε μια κούρα, σαν άξια παιδιά
κόψετε παϊδάκια, βάλτε τα στη φωτιά

Μ' εμάς κι εσείς αδέλφια, θρέψετε το κορμί
και την ανορεξία βαράτε με ορμή


Σας κράζει η γουρούνα, σας θέλει, σας ποθεί
φωνάζει να την φάτε, το θέλει, κι ας πονεί

λεμόνι σας ζητάει με μητρική φωνή

Πίτσα, μακαρονάδα, με μπόλικο τυρί

πιπέρι και μπαχάρι, εσένα προσκαλεί

Πως οι προπάτορές μας δαγκώναν σαν θεριά
και για το χοιρομέρι πηδούσαν στη φωτιά


Λοιπόν, γιατί πεινάτε, δεν είστε και νεκροί
ξυπνήσατε, μην είστε τόσ' ανορεξικοί


Έτσι κι εμείς αδέλφια, να φάμεν μια μπουκιά,
και να απαλλαγούμεν απ΄την πικρήν σκλαβιά.




Νὰ σφάξωμεν αρνάκια, που γύρω τριγυρνούν,
Και Χριστιανούς, και Τούρκους, τα σάλια τους κυλούν.

Στεργιάς, και του πελάγου, να γίνει πανικός,
Και μέσα εις την σούπα, να σκύψη ο εχθρός.

Ο Κόσμος να γλυτώση, απ΄ αύτην την πληγή,
Κ΄ ελεύθεροι νὰ ζώμεν, αδέλφια εις την Γη.

 
Κλόπυράιτ, ποίηση και Χοληστερίνη:
Δημήτρης Σκουρτέλης, ποιητοπατητής


Θούριος, Βικιθήκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου