Ο Περικλής Γιαννόπουλος (1869 – 1910) προσπάθησε να καθοδηγήσει τους Έλληνες εικαστικούς προς μια ελληνοπρεπή ζωγραφική, με το βιβλίο του
“Η Ελληνική Γραμμή και το Ελληνικόν χρώμα”.
Βαθύς αντιευρωπαϊστής και Ελληνοκεντρικός, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του μετέπειτα κινήματος της “Ελληνικότητας στην τέχνη”. Οι τωρινοί Έλληνες ζωγράφοι κατά συντριπτική πλειοψηφία τον αγνοούν, είτε τον διάβασαν είτε όχι. Έτσι, παραμένει τραγικά επίκαιρος!
Η μουτζουρογραφία που καταγγέλλει ο Γιαννόπουλος παραμένει στην εξουσία, και μάλιστα έχει μακρόχρονη επίδραση στην αισθητική του κοινού, με καταστροφικά αποτελέσματα. Οι κλίκες έχουν ενισχυθεί, και μάλιστα με νέα γνωρίσματα εξαγιασμένα από την "ανεκτικότητα" ενώ ο ερασιτεχνισμός, η ξενοδουλεία και η αμορφωσιά έχουν στεφανωθεί με βραβεία, πτυχία και μεταπτυχιακά και φυσικά, καθηγητιλίκια...
Ο καθένας από εμάς, και πάνω απ' όλα το περίφημο και πάντα ...αθώο φιλοθεάμον και φιλότεχνο κοινό, πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του ή να παραδεχτεί τις ενοχές του.
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι παρμένα από την συλλογή κειμένων του Περικλή Γιαννόπουλου που συνάθροισε ο Φειδίας Μπουρλάς στον ιστότοπό του, “Αντίβαρο” τον οποίο ευχαριστώ.
Ἡ δημιουργία πρῶτον πραγματικῶν
ἰδεῶν, ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι ἀδύνατον
νὰ ὑπάρξουν Πράγματα.
Διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξουν
ἑλληνικαὶ τέχναι -βγάλετέ το ἀπὸ τὸν
νοῦν σας ἐντελῶς- θεμελιωμέναι,
ὡρισμέναι, βαδίζουσαι στερεὰ εἰς ἕνα
ὡρισμένον δρόμον, γνωρίζουσαι τὶ εἶναι
καὶ τὶ θέλουσι, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ πρῶτον
θεμελιωμένος, ὡρισμένος, προαγόμενος
ὁ ἰδεολογικὸς κόσμος αὐτῶν.
Καὶ δὲν θὰ παύσῃ ἐὰν δὲν
ἐπέλθῃ ἡ συναίσθησις τῆς οἰκτρᾶς
διανοητικῆς καὶ αἰσθητικῆς τωρινῆς
καταστάσεως. Ἡ συναίσθησις τῆς γελοίας
καταστάσεως, τῆς κομπορρήμονος ἀερολογίας
καὶ τῆς μεταφυσικῆς κοκορολογίας περὶ
τεχνῶν, ἡ ὁποία δὲν σκεπάζει διόλου
τὴν ἀκατανοησίαν καὶ ἀκαλαισθησίαν,
ἥτις ἐκσπᾷ μόλις θελήσωμεν νὰ
ἰχνογραφησωμεν καὶ τὸ παραμικρότερον
καλλιτέχνημα.
Ἡ συναίσθησις τῆς ἀμαθείας καὶ
ὁ πόθος τῆς μαθήσεως. Ἡ κούρασις, ἡ
ἀηδία, ἡ ἀποστροφὴ τῆς ἀερολογίας
καὶ ἡ στροφὴ πρὸς τὴν πραγματικὴν
ζήτησιν. Ἡ φιλοτιμία ἡ ἀτομικὴ καὶ ἡ
φιλοτιμία ἡ ἐθνική.
Διότι δὲν εἶναι ἔντιμον ἐκ
μέρους τῶν Ἑλλήνων Καλλιτεχνῶν, νὰ
μὴ αἱματώνωνται ὅλοι μαζὶ διὰ νὰ
εὕρουν, καθαρίσουν, μορφοποιήσουν τὰς
Τέχνας ἑλληνικῶς· δηλαδὴ νὰ
δημιουργήσουν Τέχνας Ἑλληνικάς.
Ἀποφασιστική, ὁριστική, τελειωτικὴ
καὶ βαθυτάτη, πρέπει τέλος πάντων νὰ
ἀρχίσῃ ἡ ἐργασία αὐτή. Ἡ πραγματική.
Ὑπὸ τὸ Παρισινὸν φόρεμα τοῦ
τωρινοῦ ἀρχοντοχωριάτου, τοῦ ξιπασμένου
ποὺ εἶναι ὁ κάθε τωρινὸς Ἕλλην, λάμπει
ὁλοφάνερος δι᾿ ὅλων τῶν σωματικῶν
γραμμῶν, κινήσεων ψυχικῶν καὶ διανοητικῶν
καὶ καλλιτεχνικῶν ἐκφράσεων:
Ὁ Κλέφτης.
Ὅπως ὅλοι οἱ κλάδοι, ὅλη ἡ
Ἑλλάς, καὶ ὅλαι αἱ Τέχναι, εἶναι
διωργανωμέναι σαφῶς κατὰ τὸ κλεφτικὸν
σύστημα. Ὁ κλεφτισμός εἶναι ὅμοιος
εἰς τὴν πολιτικήν, τὸν στρατόν, τὴν
παιδείαν, εἰς τὸ κάθε τι καὶ εἰς τὰς
Τέχνας.
Δὲν ὑπάρχει Ζωγραφική, Γλυπτική,
Ἀρχιτεκτονική, Μουσική· ὑπάρχει
κλεφτισμὸς Ζωγραφικῆς, Γλυπτικῆς,
Ἀρχιτεκτονικῆς, Μουσικῆς.
Δὲν ὑπάρχουν Τέχναι συντεταγμέναι,
ὡρισμέναι, ἀκολουθοῦσαι συστηματικῶς,
πειθαρχικῶς κανένα δρόμον.
Ὑπάρχουν λημέρια, οἰκόπεδα,
θέσεις, τὰ ὁποῖα ἁρπάζονται δυνάμει
τοῦ δικαιώματος τοῦ ἰσχυροτέρου.
Δὲν ὑπάρχουν καλλιτέχναι συστηματικοί,
ἐκ συστηματικῶν σχολείων, συστηματικῶς
μορφωμένοι, συστηματικῶς προχωροῦντες
πρὸς μίαν ἔκφρασιν Ἐθνικήν.
Ὑπάρχουν μπουλούκια. Οἱ
καλλιτέχναι κάθε Τέχνης ἀποτελοῦν
ἐθελοντικά, πανελεύθερα, ἀσύντακτα
μπουλούκια. Δύο, τρία, τέσσερα παλληκάρια
ἀνακηρύσσουν ἕνα καπετάνιο, συσπειροῦνται
εἰς μίαν ἀμυντικὴν καὶ ἐπιθετικὴν
συμμορίαν, πρὸς κατάκτησιν οἰκοπέδων,
ἁρπαγὴν καὶ ἐγκατάστασιν.
Καὶ καιρὸς νὰ ξερριζωθῇ καὶ
ἡ Συβαριτική, ἡ Βραχμανικὴ σταυροχερηδὸν
καὶ σταυροποδηδόν, ἀναμονὴ τῶν
Καλλιτεχνῶν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀνθρώπων
ἀναμορφωτῶν.
Πρέπει νὰ γίνῃ νοητόν, ὅτι ὁ
Θεὸς ἐβαρύνθη πλέον νὰ ἐπεμβαίνῃ καὶ
νὰ στέλλῃ ἀγγέλους ἐξ οὐρανοῦ.
Καὶ καιρὸς νὰ παύσουν τὰ
μοιρολογήματα, τὰ χηρῶν καὶ ὀρφανῶν
ἐκφωνήματα καὶ ὄχι ἀνδρῶν. Καιρὸς
νὰ παύσουν τὰ ἀπελπίσματα καὶ τὰ
ἀναστενάγματα, ἡ ἐποχή, ἡ κοινωνία, ἡ
πολιτική, ἡ κατάστασις καὶ νὰ ἀρχίσῃ
ἡ ἀγών.
Οἱ ἄνδρες ποτὲ δὲν κλαίουν
ἀλλ᾿ ἀγωνίζονται. Ἀγωνίζονται μὲ
αἷμα καὶ μὲ πῦρ. Καὶ ἀγωνίζονται
πρῶτοι πρῶτοι, καὶ πρῶτοι εἶναι οἱ
ἄνθρωποι τῶν Ἰδεῶν καὶ τῶν Τεχνῶν.
Εἶναι ἡλίθιον νὰ περιμένετε
ἀπὸ τὰ μαρμαρένια σπίτια, τοὺς
νεκροὺς ἀνθρώπους, τὰ Πολυτεχνεῖα
καὶ κάθε τοιαῦτα Ἄσυλα τῶν Πνευματικῶς
Ἀνιάτων.
Σὰν ἐλεύθεροι ἄνδρες δημιουργήσατε
ἐλευθέρους, ἀνεξαρτήτους πυρῆνας.
Δημιουργήσατε κέντρα, πρῶτον διὰ νὰ
σχηματίσετε ἀέρα ἀναπνευστικόν, διὰ
νὰ διανοῆσθε, διὰ νὰ ζητῆτε, διὰ νὰ
ἐνθαρρύνεσθε, διὰ νὰ ὑπάρχετε, διὰ
νὰ δημιουργῆτε τὰς ἰδέας, διὰ νὰ
σχεδιάζετε τὰ πράγματα, διὰ νὰ
συνεργάζεσθε καὶ συναναπτύσσεσθε, μεθ᾿
ὅλων τῶν ἄλλων Καλλιτεχνῶν καὶ
Ἰδεολόγων, ὅλων τῶν κλάδων καί, ὅλων
τῶν εἰδῶν.
Σύνταξις. Σύνταξις: Σύναξις
Ἰδεῶν. Σύναξις Ἀνθρώπων. Σύνταξις
Ἰδεῶν. Σύνταξις Ἀνθρώπων. Εἴτε Γλυπτική,
εἴτε Ἀρχιτεκτονική, εἴτε Ζωγραφική,
εἴτε Μουσικὴ τὸ ἴδιον εἶναι, τὸ αὐτὸ
πρέπει νὰ γίνῃ. Μουσικοί, Ἀρχιτέκτονες,
Γλύπται, Ζωγράφοι, εἶναι ἓν πρᾶγμα.
Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναμορφωθοῦν
αἱ Τέχναι, πρὶν ἀναμορφωθοῦν οἱ
Καλλιτέχναι· καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ
ἀναμορφωθοῦν οἱ Καλλιτέχναι, ἐὰν οἱ
κάθε ὑπάρχοντες εἰς κάθε ἐποχήν, οἱ
κάθε ὑπάρχοντες τὴν ὥραν αὐτήν, δὲν
ἀποφασίζουν νὰ κάμουν τίποτε, δὲν
ἀποφασίζουν νὰ ἀλλάξουν, νὰ
περιστείλουν τουλάχιστον τὸν ἑαυτόν
τῶν, χάριν ὑψηλοτέρων Ἰδεῶν, χάριν
τῶν Τεχνῶν.
Ἀναμόρφωσις ἑνὸς κλάδου εἶναι
ἀναμόρφωσις τῶν ἀνθρώπων αὐτοῦ. Καὶ
ἀναμόρφωσις ἀνθρώπων, εἶναι πρῶτον
ἡ ἀναμόρφωσις τοῦ χαρακτῆρος αὐτῶν.
Ποῖος σᾶς ἐμποδίζει ἄνθρωποι ἄνδρες
νὰ ἀναμορφώσετε τὸν ἑαυτόν σας;
Καὶ κάτω τὰ μίση. Καὶ κάτω οἱ
ποταπότητες. Καὶ κάτω τὰ ψεύδη. Καὶ
κάτω αἱ καταδολιεύσεις. Καὶ κάτω τὰ
ἐκ τῶν ὄπισθεν μαχαιρώματα. Καὶ κάτω
οἱ φρικώδεις ἐγωισμοί. Καὶ κάτω αἱ
ἀγένειαι. Καὶ κάτω ὅλα τὰ μίση, τὰ
πάθη, τὰ θυμώματα. Διὰ τὸ συμφέρον σας
πρῶτον.
Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγενῆ
στοιχεῖα τῆς ψυχῆς σας, γράφονται
δυνατώτατα εἰς τὰ ἔργα σας. Κανὲν ἐξ
αὐτῶν δὲν λείπει, κανὲν ἀπὸ τὰ τωρινὰ
κοινὰ ἐλαττώματα.
Ὅλα τὰ ποταπὰ συναισθήματα
τῆς ψυχῆς τοῦ καλλιτέχνου, τοῦ δεσμεύουν
τὸ χέρι. Ὅλαι αἱ ποταπαί, μικραί,
κακορρίζικαι κινήσεις τῆς ψυχῆς τοῦ
καλλιτέχνου, διευθύνουν τὸ χέρι του
καὶ ζωγραφίζονται ὅλαι εἴτε εἰς τὸ
πανί, εἴτε εἰς τὸ μάρμαρον, εἴτε εἰς
τὸ σπίτι, εἴτε εἰς τὸ μουσούργημα.
Οὔτε εἰς τὰς Εὐρώπας εἶναι
δυνατὸν νὰ σᾶς συνδράμουν, διὰ τὴν
αἴσθησιν, νόησιν, εὕρεσιν, ἐκτέλεσιν,
τοῦ ἑλληνικοῦ χρώματος. Ἡ ἐργασία
αὐτὴ θὰ γίνῃ ἐδῶ καὶ θὰ τὴν κάμετε
σεῖς. Καὶ ἐκ τῶν ἔργων ὅλων σας,
εἶναι φανερὸν ὅτι δὲν ἐννοήθη τὸ
ἑλληνικὸν χρῶμα. Καὶ ἐὰν τινὲς
ἐπλησίασαν διὰ τῆς αἰσθήσεως, οὐδεὶς
διὰ τῆς νοήσεως.
Φροντίσατε ἀντὶ νὰ ἀνοίγετε
ἐκθέσεις, νὰ τὰς κλείετε. Καὶ ἀντὶ
ἐκθέσεων, κατορθώσατε νὰ ἔχετε μίαν
Ἀγορὰν παντοτεινὴν καὶ ἐλευθέραν
εἰς τὸν καθένα -διότι εἶναι ἀναγκαῖον
νὰ παρουσιάζεται κάθε ἀπόπειρα καὶ
μία ἀπόπειρα ὅ,τι δήποτε καὶ ἂν εἶναι
δὲν πρέπει νὰ μείνῃ ἄγνωστος.
Φροντίσατε νὰ δημιουργήσετε
ἕνα ἔμπορον εἰκόνων, ὁ ὁποῖος διὰ
μικρῶν τοπικῶν ἐκθέσεων, νὰ ἀρχίσῃ
εἰσάγων καὶ πωλῶν τὰ ἔργα σας εἰς
τὰς ἐπαρχίας.
Καὶ ἀντὶ 10 ἐκθέσεων καὶ
διακοσάδων ἔργων ἐτησίως, καιρὸς νὰ
γίνεται μία, ἀλλὰ ἔκθεσις.
Καὶ ἀντὶ σωρείας ἔργων ἀναξίων
καὶ βλέμματος, βλαβερῶν διὰ σᾶς,
βλαβερῶν διὰ τὴν καλαισθηοίαν τοῦ
κοινοῦ, βλαβερῶν διὰ τὴν Τέχνην καὶ
ποδοκυλιτικῶν ὅλων, ἀνθρώπων καὶ
πραγμάτων, φιλοτιμηθῆτε νὰ παρουσιάσετε
τριακοντάδα τὸ πολύ, ὅσα δηλαδὴ ἔργα
δυνατὸν νὰ παρουσιάσουν δι᾿ ἔκθεσιν,
ὅλοι οἱ ζωγράφοι ἐσωτερικοῦ καὶ
ἐξωτερικοῦ.
Καὶ νὰ καλέσετε ἐκεῖ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους -καὶ εἶναι πολλοὶ πάρα
πολλοὶ- τοὺς δυναμένους νὰ σᾶς ὁμιλοῦν
καὶ σᾶς διδάσκουν διὰ τὰς Τέχνας καὶ
σᾶς πλησιάσουν εἰς τὴν ἀρχαίαν Τέχνην
καὶ σᾶς καταστήσουν προσιτούς, αἰσθητούς,
οἰκείους, φίλους, διδασκάλους, ἐμπνευστάς,
τοὺς ἄσπρους αὐτοὺς σκελετούς, ποὺ
εἶναι εἰς τὰ Μουσεῖα, τοὺς Θεούς σας,
καὶ σᾶς ἐγκαταστήσουν εἰς τὰ παλάτια
σας -διότι εἶναι ἰδικά σας, τῶν
καλλιτεχνῶν- τὰ Μουσεῖα καὶ τὸν
Κεραμεικὸν καὶ τὴν Ἀκρόπολιν καὶ
σᾶς ζωντανεύουν ὅλα αὐτὰ μέσα εἰς
τὴν οὐρανίαν φύσιν τῆς γῆς καὶ σᾶς
ἐμπλήσουν τὴν ψυχὴν κάλλους, ρώμης,
χαρᾶς, σᾶς δώσουν τὰ κλειδιὰ τοῦ
Ὡραίου, καὶ φορέσετε τοὺς παγχρύσους
θώρακας τοῦ κάλλους, διὰ νὰ εἶσθε
ἁπλῶς ἀσυγκίνητοι καὶ ἄθικτοι καὶ
ἀνερέθιστοι ἀπὸ τὴν τωρινὴν ἐποχήν,
ἡ ὁποία δὲν εἶναι δὰ καὶ τίποτε ἄλλο
ἀπὸ σκόνη!
Καὶ καλέσατε ἀνθρώπους νὰ
σᾶς ὁμιλοῦν διὰ τὸν τόπον σας, νὰ σᾶς
ζωγραφίζουν τὴν ἱστορίαν τοῦ τόπου
σας, τὰ παραμύθια, τοὺς θρύλους, τοὺς
πεθαμένους πολιτισμούς.
Πρώτιστον κινητικὸν ὅλων, διὰ
μίαν ἀρχὴν δημιουργίας ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν
τωρινὸν χάος, εἶναι ὁ Ἐρεθισμὸς τῶν
ἐγκεφαλικῶν κυττάρων. Ἐκεῖθεν ἡ
ἀρχὴ τῆς κινήσεως πρὸς πᾶν τι.
Ἡ ξενομανία εἶνε χωριατιά.
Εἶνε προστυχιά. Εἶνε κουταμάρα. Εἶνε
ἀφιλοτιμία. Εἶνε ἀφιλοπατρία. Καὶ
εἶνε ξυππασιά. Καὶ εἶνε ἀμάθεια.
Αὐτὸς ὁ ἀνώτερος, ὁ πλούσιος,
ὁ ἀνεπτυγμένος, ὁ ταξειδευμένος, ὁ
παντογνώστης, ὁ παντοκρίτης, ὁ ἰατρός,
ὁ δικηγόρος, ὁ πολιτικός, ὁ παππᾶς, ὁ
δάσκαλος, ὁ καθηγητής, ὁ τραπεζίτης, ὁ
ἔμπορος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος,
ποὺ ἐπῆγε εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ
ἐγύρισε ξενομανής, εἶνε ἀμαθής.
Ἐπῆγε καὶ ἐγύρισε κούτσουρον.
Δι᾿ αὐτὸ εἶνε ξενομανής. Ἐπῆγε καὶ
ἐγύρισε χωριάτης, δι᾿ αὐτὸ εἶνε
ξενομανής. Ὅ,τι εἶδε, ὅ,τι ἔμαθε δὲν
τοῦ ἐχρησίμευσεν εἰς τίποτε. Δὲν
ἐδιόρθωσε τὸ κεφάλι, τὸ ἐχάλασε. Δὲν
ἐφωτίσθη, ἀλλὰ ἐτυφλώθη διὰ πάντα.
Δι᾿ αὐτὸ εἶναι ξενομανής.
Κάνει τὸν Εὐρωπαῖον, ἀλλὰ δὲν
ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Εὐρωπαῖον,
τὸ κεφάλι του κάθε ἄλλο παρὰ νὰ ἔχῃ
σχέσιν μὲ τό τωρινὸν Εὐρωπαϊκόν κεφάλι.
Ὁ ἰδικός μας Ἐσπεριοειδὴς εἶνε σὰν
τὸν ἀράπη ποὺ πηγαίνει εἰς τὸ Παρίσι
καὶ φορεῖ Παρισινὰ ροῦχα.
Εἶνε ξενομανής, διότι ἅμα τοῦ
ἀφαιρέσῃς αὐτό, δὲν μένει τίποτε ἄλλο
ἀπὸ αὐτόν. Ἀφαίρεσέ του τὰ ροῦχα, τὰ
τέσσαρα ξένα λόγια, τὸ τσάι, τὰ δέκα
ὀνόματα ποὺ ἐπαναλαμβάνει, τὰς δέκα
ἰδέας ποὺ ἔμαθε καὶ βάλε τον νὰ ἐρασθῇ.
Δὲν εἶνε ἰκανὸς νὰ σκεφθῇ νὰ κάμῃ
τὸ παραμικρόν. Εἶνε ἕνα μυαλὸ τιποτένιον,
ἕνα κεφάλι ἐντελῶς ἄχρηστον διὰ τὸ
κάθε τι. Ὅλη του ἡ ζωή, ὅλη του ἡ δύναμις,
ὅλη του ἡ σοφία εἶνε νὰ λέγῃ, καὶ
ξαναλέγῃ τὰ τέσσαρα πράγματα που ἔμαθε.
Χθὲς ἐφώναζεν ἡ «Ἀκρόπολις»
ὅτι διὰ νὰ στρώσουν τοὺς δρόμους μὲ
γρανίτην, ἐσκέφθησαν ἀμέσως νὰ τὸν
φέρουν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικόν, ἐνῷ ἔχομεν
εἰς τὸ Λαύριον.
Ὡς καὶ οἱ δασονόμοι ἀκόμη
παρεφρόνησαν καὶ διέγραψαν ἀπὸ τὴν
φύτευσιν τῶν γυμνῶν τόπων, ἀπὸ τὴν
διακόσμησιιν τῶν δρόμων καὶ τῶν
δημοσίων κήπων πλατειῶν, τὴν ἐληὰ καὶ
τὴν συκιά, κάθε φυτὸν ἰδικόν μας καὶ
φέρουν, φέρουν σπόρους φυτὰ ἀπὸ τὰ
βάθη τῶν δασῶν τῆς Εὐρώπης, καὶ δὲν
πηγαίνουν νὰ πάρουν τὰ θαυμασιώτερα
καὶ διακοσμητικώτερα φυτὰ τῶν δασῶν
τῆς Ἑλλάδος!
Τὸ κυριώτατον χαρακτηριστικὸν
τοῦ ξενομανοῦς εἶνε ὅτι ἐνόσῳ δὲν
βλέπει ἕνα πρᾶγμα Εὐρωπαϊκόν, μὲ μάρκα
Εὐρωπαϊκήν, μὲ ὑπογραφὴν Εὐρωπαϊκήν,
δὲν τολμᾷ οὔτε νὰ τὸ ἰδῇ, οὔτε νὰ
τὸ πιάσῃ, οὔτε νὰ τὸ ἐξετάσῃ. Διότι
τὸ κεφάλι του εἶνε ἄχρηστον. Τὸ
περιφρονεῖ διότι δὲν εἶνε ἰκανὸς νὰ
τὸ ἐννοήσῃ. Διότι τὸ κεφάλι του δὲν
τοῦ χρησιμεύει εἰς τίποτε. Δὲν σκέπτεται,
δὲν γεννᾷ τίποτε. Εἶνε σταματισμένον.
Ἐπαναλαμβάνει μόνον. Ἀντιγράφει μόνον.
Εἰς μίαν μελέτην «τὸ Θρησκευτικὸν
αἴσθημα τοῦ Ἕλληνος», εἰς τὴν ὁποίαν
ἀρχίζω ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ ὁ Κρητικὸς
Κρόνος εἶχε καταπιεῖ τὰ παιδιά του
καὶ ἡ Κυρία του τὸν ἔβαλε κάτω καὶ
ἤρχισε νὰ τοῦ πηδᾷ εἰς τὴν κοιλιά,
διὰ νὰ τοῦ ἀνεβοῦν πάλιν ἀπὸ τὸ
στόμα, καὶ καταλήγω μὲ τὸν τελευταῖον
ἅγιον τῆς Ὕδρας, ἕναν Κὺρ Θόδωρον μὲ
φουστανέλλες -μελέτην ἀληθινὰ περίεργον
καὶ ἀφελεστάτην- μὲ τὴν ὁποίαν
ἀοδεικνύω καθαρόατα, ὅτι ἀπὸ τὸν
καιρὸν τοῦ Κρόνου ἕως τὸν Κὺρ Θόδωρον,
κατὰ τίποτε δὲν ἤλαξε τὸ θρησκευτικόν
μας αἴσθημα, ἀποδεικνύων καὶ δι᾿ αὐτοῦ
τοῦ μέσου τρανότατα, ὅτι δὲν ὑπάρχει
παρὰ ἕνας μοναδικὸς Ἕλλην, ἀπὸ τὸν
καιρὸν τοῦ φιλογύνου Διὸς ἕως τώρα.
Ἐκεῖ δεικνύω -διότι έκεῖ
φαίνεται- καὶ τὴν θέσιν καὶ τὴν φύσιν
τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς· ἐδῶ μὲ δύο
λόγια νύξεων. Ἡ Μουσικὴ αὐτὴ δὲν
εἶνε δυνατὸν νὰ εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ
ἡ ἀρχαία. Ὅσον καὶ ἂν σᾶς φανῇ
παράξενον, κάμετε τὸ ἐξῆς πείραμα.
Βγάλετε τὸ καπέλλο σας· ἄλλαξε
κατὰ τίποτε ὁ τρόπος κατὰ τὸν ὁποῖον
αἰσθάνεσθε τὴν μουσικήν; Λατρεύσατε
αὔριον τὸ πρωὶ τὸν Βούδδαν· εἰπέτε
τοῦ Λαυράγκα νὰ σᾶς κάμῃ ἕναν ὕμνον.
Θὰ ἀλλάξῃ κατὰ τίποτε τὴν Μουσικήν
του;
Τὸ ἴδιον συνέβη ὅταν ἀλλάξαμεν
θρησκείαν καὶ ἀντὶ τοῦ καπέλλου μὲ
τὰς πτέρυγας, ἐβάλαμεν εἰς τὸ κεφάλι
μας τὸ ψηλὸν τοῦ θόλου. Ἡ Μουσικὴ
ἀπολύτως ἔμεινε ἡ ἴδια, δηλαδὴ τὸ
σύστημα, ἤλλαξε μόνον ἂν θέλετε ὁ
χρωματισμός. Ἐξεφράσθησαν δι᾿ αὐτῆς
πράγματα ἄλλα, ἂν καὶ εἰς αὐτό, δι᾿
ἐμένα, ἐλαχίστη θὰ ὑπῆρξε διαφορά.
ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΩΜΑ
Τὸ Ἑλληνικὸν Φῶς περνᾷ καὶ
κάθε χρωματιστὸν γυαλὶ καὶ κάθε χαρτὶ
καὶ κάθε πανί, διὰ νὰ ἀποδεικνύῃ τὴν
ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων.
Μὲ τὸ πρῶτον περιφερικὸν
βλέμμα... [κοιτώντας έναν
δυτικό πίνακα] αἰσθάνεσθε τὶς
μπογιές. Εἰς τὰ μάτια σας τὰ κρατοῦντα
τὴν ἐντύπωσιν τοῦ ξηροῦ, ἀΰλου,
Χρώματος τῆς Γῆς, θὰ σᾶς κάμῃ τρομερὰν
αἴσθησιν ἡ ὑλικότης των, ἡ παχύτης
των, ἡ ὑγρότης των.
Αἰσθάνεσθε τὶς Μπογιὲς ὡς
πρώτην ὕλην. Ἀκριβῶς ὅπως εἰς ἕνα
χρωματοπωλεῖον. Ἀναζητεῖ κανεὶς τὴν
ὀσμήν των εἰς τὸν ἀέρα· τοῦ φαίνεται
παράδοξον ὅτι δὲν ἀποπνέουν δυνατὴν
ὀσμὴν σὰν βερνικωμένον πάτωμα· νομίζει
κανεὶς ὅτι εἶναι συναχωμένος· νομίζει
ὅτι εἶναι ζαχαροπλαστικὰ ὑλικὰ καὶ
τοῦ ἔρχεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ γλυκύσματος·
ἀπορεῖ διότι δὲν βλέπει μύγες· ἀπορεῖ
διατὶ δὲν τὰ ἔχουν σκεπασμένα μὲ
τοῦλι· εἶναι Χρώματα ἀπογυμνωμένα,
σὰν γδαρμένα μὲ νύχια.
Αἱ Ζωγραφικαὶ Ἐπιφάνειαι εἶναι
δριμεῖαι, τριχωταί, μαλλιαραί. Εἶναι
σὰν χονδροασβέστης μὲ τρίχες διὰ
ταβάνι· κάμνουν τὴν αἴσθησιν τῆς
ὑλικότητος τῆς ἀντιστάσεως τοίχου-
καὶ τοίχου ὄχι λείου τουλάχιστον,
ἐπενδυμένου μὲ ἀμμοκονίαν, τοίχου
αἰθούσης, ἀλλὰ τοίχου μὲ ἀσβεστόχωμα
κτυπητόν, ὅπως λέγουν οἱ κτίσται τὸ
εἶδος τοῦ πετάγματος τοῦ ἀσβεστοχώματος
εἰς τοὺς πισινοὺς τοίχους τῶν σπιτιῶν·
ἡ αἰσθητικὴ αὐτὴ ἐνόχλησις εἶναι
τόση, ὥστε δὲν τολμᾶτε νὰ πλησιάσετε
τὰς εἰκόνας καὶ ὅσον καὶ ἂν
ἀπομακρυνθῆτε, ἀδύνατον ν᾿ ἀπαλλαχθῆτε
αὐτῆς.
Εἶναι αἴσθησις ζαχαροπλαστικῆς
πάστας. Ὅσον καὶ ἂν συμπαθῆτε τὸ θέμα
ἑνὸς καλοῦ ἔργου, ἡ δυνατὴ ἐντύπωσις,
ἡ τελικὴ ἐντύπωσις εἶναι ἡ Μπογιά.
Τὸ σῶμα τῆς Μπογιᾶς. Ἡ Μπογιὰ σᾶς
κολλᾷ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ψυχῆς,
σᾶς κάθεται εἰς τὰ αἰσθητικὰ κύτταρα,
σᾶς λερώνει, σᾶς βαρύνει.
Ἡ ἀγριότης της καὶ ἡ ἀντίστασίς
της εἶναι τόση, ὥστε δὲν σᾶς ἀφίνει
ν᾿ ἀπατηθῆτε, νὰ παρασυρθῆτε, νὰ
ὀνειροπολήσετε οὔτε μίαν στιγμήν. Ἡ
Τέχνη εἶναι ἀπάτη. Μιμεῖται τοὺς
τύπους, τὰ εἴδη τῆς Φύσεως καὶ σᾶς
παρουσιάζει τι καὶ σᾶς τὸ καθιστᾷ
πιθανοφανές, ἀληθοφανές. Νομίζετε ὅτι
ἔχετε ἐμπρὸς σας ἕνα ἄνθρωπον, σκηνὴν
τοῦ βίου, ἕνα τοπίον.
Ἀλλ᾿ ἡ Μπογιά, ἡ Βορειομπογιά,
ἡ γερμανομπογιὰ μὲ τὸ ἀρκουδικόν της
δέρμα καὶ τρίχωμα τυλίγει τὴν εἰκόνα
καὶ καθιστᾷ τόσον προφανὲς τὸ ψεῦδος,
ὥστε ἀπωθεῖ πᾶσαν γέννησιν αἰσθητικῆς
ἀπολαύσεως. Τὸ εὐρωπαϊκὸν αὐτὸ φόρεμα
τῆς ζωγραφικῆς εἶναι τόσον βαρὺ καὶ
κακοτράχαλον, ὥστε κάμνει τὴν ἐντύπωσιν
ποὺ θὰ σᾶς ἔκαμνε, ἐὰν ἐπηγαίνατε
νὰ θωπεύσετε μίαν ὡραίαν γυναῖκα καὶ
αὐτὴ ἐτυλίγετο μὲ ἕνα τσόχινον
τραπεζομάνδηλον καὶ ἄλειφε τὸ πρόσωπόν
της μὲ πυκνὰ πολύχρωμα ἀλεύρια.
Κάθε ἰδέα ἡδονῆς βλέμματος καὶ
ἁφῆς θὰ ἐξηφανίζετο ἀμέσως καὶ θὰ
ἐνεφανίζετο μόνη ἡ ἰδέα νὰ τραπῆτε
εἰς φυγήν. Διὰ νὰ αἰσθανθῆτε, διὰ
νὰ ἐννοήσετε τὴν Αἰσθητικὴν Φρίκην
τῆς Μπογιᾶς, χρωματίσετε μὲ τὸ χρῶμα
καὶ τὴν τεχνοτροπίαν τῆς ζωγραφικῆς
τὰ εἰκονίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν σας.
Κάμετε πὼς πηγαίνετε νὰ τὰ φιλήσετε!...
Ἡ χαρά, ἡ ἀπόλαυσις καὶ ἡ
διασκέδασις πιστῶν καὶ ἀπίστων, τοῦ
φιλήματος τοῦ εἰκονίσματος, τοῦ
φιλήματος μίας Ὡραίας Εἰκόνας, τῆς
ἐπικοινωνίας διὰ τῶν χειλέων μὲ τὸ
θεῖον, τοῦ φιλήματος τῶν θεῶν, αὐτὴ
ἡ ὡραιοτάτη καὶ ὑψηλοτάτη ἀφελὴς
ἑλληνικὴ ἀγάπη καὶ οἰκειότης μὲ τὸ
θεῖον, θὰ παύσῃ ἀμέσως. Κανεὶς Ἕλλην
δὲν θὰ πάῃ νὰ φιλήσῃ τὴν Γερμανομπογιά.
Ἄλλως τε καὶ ὁ Ζωγράφος δὲν
σᾶς ἀφίνει νὰ πᾶτε κοντά· σᾶς ἀπαγορεύει
νὰ πλησιάσετε· καὶ ἔχει δίκαιον.
Πλησιάσατε σὰν θέλετε δὲν βλέπετε
τίποτε. Παρατηρήσατε μίαν Προσωπογραφίαν
ἀρίστην. Ἐδῶ δὲν πρόκειται περὶ τῆς
ἀξίας τῶν ζωγράφων μας, ἀλλὰ περὶ
Αἰσθητικοῦ Συστήματος, τῆς Τεχνοτροπίας,
τοῦ εἴδους τοῦ Χρωματισμοῦ· καὶ ὅλα
αὐτὰ δὲν εἶναι ἐφεύρεσις τῶν ἰδικῶν
μας Τεχνιτῶν, εἶναι Εὐρωπαϊκά. Ἐδῶ
πρόκειται μόνον περὶ τῆς ριζικῆς
τρέλλας τῆς μιμήσεώς των.
Ἀπομακρυνθῆτε λοιπὸν τῆς
εἰκόνος ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα μέτρα,
ἕως ὅτου τὸ κεφάλι σας κτυπήσῃ εἰς
τὸν ἀπέναντι τοῖχον τῆς Αἰθούσης. Τὸ
ἔνδυμά της εἶναι μὲ χονδροπινελιές,
πετακτές, κτυπητές. Τὸ δέρμα της δὲν
εἶναι ἡνωμένον, ἑνιαῖον, ἕνα, δὲν
τελειώνει εἰς μίαν ἐπιφάνειαν, ἔχει
δέρμα καὶ εἶναι σὰν νὰ μὴν ἔχῃ· ἔχει
κρέας κοπανισμένον λιανισμένον,
κεφτεδισμένον.
Πάρετε τὸ ἐργαλεῖον ποὺ κόβουν
βεντοῦζες, τραβήξατε μίαν τριακοντάδα
φαλτσετιῶν καθέτως εἰς ὅλον τὸ πρόσωπον
τοῦ πρώτου τυχόντος καὶ ἔπειτα
ζωγραφίσετέ τον. Ἡ συνήθης Προσωπογραφία
εἶναι ἕνα κεφάλι εἰς ἕνα νυκτερινὸν
λαδερὸν τοῖχον· τὸ φῶς ἔρχεται
κάπουθεν καὶ τοῦ φωτίζει τὸ ἕνα
μάγουλον. Καὶ μία χέρα βουτηγμένη σὲ
χίλια πηκτὰ χρώματα τοϋ τραβᾷ μία
μπάτσα.
Πάρετε μία παδέλα μὲ γιαουρτῶδες
σιμιγδάλι, ρίψετε τοῦ κόσμου τὰ χρώματα,
ἀνακατώσετε μανιωδῶς καὶ πετάξετε τὸ
ὅλον εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ πρώτου
τυχόντος διαβάτου, παραλάβετέ τον,
χώσετέ τον εἰς ἕνα σκοτεινὸν θάλαμον,
κάμετε μία τρύπαν εἰς τὸν τοῖχον ὅπου
σᾶς ἀρέσει, φωτίσατέ τον ὅπως σᾶς
ἀρέσει καὶ ζωγραφίσετέ τον. Τότε μόνον
δυνατὸν νὰ ἰσχυρισθῆτε εἰς τὴν
Ἑλλάδα, ὅτι ἐζωγραφίσατε ἐκ φύσεωςκαὶ
ἐβγάλατε αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα. Καὶ μὴ
πλησιάσετε. Θὰ ἰδῆτε χειρότερα,
ἀπαισιώτερα.
Ἡ Τέχνη εἶναι ἀπρόσιτος,
ἀπλησίαστος! Ἡ Ζωγραφικὴ σᾶς φωνάζει:
μὴ πλησιάζετε, μὴ πλησιάζετε. Ἀλλὰ
πόσον νὰ ἀπομακρυνθῆτε; ποῦ νὰ πᾶτε;
καὶ ἐὰν κτυπήσῃ τὸ κεφάλι σας εἰς
τὸν ἀπέναντι τοῖχον τῆς Αἰθούσης καὶ
ἐὰν πᾶτε εἰς τὸ πλησίον δωμάτιον καὶ
σᾶς κάμουν μίαν ὀπὴν εἰς τὸν τοῖχον,
ἀκόμη ἐξακολουθεῖ ἡ Αἰσθητικὴ Φρίκη.
Ἅμα μίαν φορὰν τύχῃ νὰ πλησιάσετε
μίαν εἰκόνα, σᾶς ἔφυγε διὰ παντὸς
κατὰ φύσιν αἰσθητικήν, κάθε ζωγραφικὴ
ἀπόλαυσις. Καὶ φαντασθῆτε, ἐὰν ἀπὸ
κάτω ἀπὸ τὸν δρόμον φαίνεται λαμπρότατα
τὸ ἐλαχιστότατον χρύσωμα τοῦ ὑψηλοτέρου,
τοῦ ἀπωτέρου κτιρίου, πόσα μίλια μακρὰν
πρέπει νὰ βάλετε τὴν Ζωγραφικήν. Καὶ
ἕνα σιδηροῦν κάγκελλον πρέπει νὰ λέγῃ:
«ἀπαγορεύεται νὰ πλησιάσετε». Ἄλλως
τε πῶς νὰ πλησιάσετε καὶ τί νὰ ἰδῆτε
καὶ πῶς νὰ ἰδῆτε;
Πηγαίνετε δεξιόθεν, βλέπετε
μάκιες. Πηγαίνετε ἀριστερόθεν, βλέπετε
γυαλάδες. Ἀλλάζετε θέσιν, ἡ μισὴ εἰκὼν
λαδιά, ἡ ἄλλη μισὴ γυαλάδα. Καὶ πᾶμε
ἀπ᾿ ἐδῶ, καὶ πᾶμε ἀπ᾿ ἐκεῖ, καὶ
λίγο δεξιώτερα καὶ λίγο πίσω, καὶ
καλλίτερα ἔτσι καὶ δὲν εἶναι κατάλληλο
τό... Φῶς καὶ σταθῆτε νὰ κλείσωμεν λίγο
τὸ παράθυρον καὶ μία στιγμὴ νὰ σύρωμεν
πανιὰ πρὸ τῶν γυαλιῶν, καὶ κλεῖσε τὸ
ἕνα σου μάτι καὶ κατέβασε τὸ ἄλλο σου
φρύδι καὶ στάσου νὰ βάλωμεν ἕνα πανὶ
ἀπὸ πίσω, καὶ βάλε τὸ χέρι σου ἀπὸ
πάνου ἀπὸ τὸ ἕνα μισὸ μάτι ποὺ σοῦ
ἔμεινε ἀνοικτὸ καί... δὲν ντρέπεσθε
θεόζουρλοι.
Τέχνη εἶναι αὐτὴ ἢ περίδρομος;
Τέχνη ἢ μπελᾶς; Τέχνη ἢ Ψευτιά; Τέχνη
ἢ Κακοήθεια; Τέχνη ἢ Βαρβαρότης;
Αἰσθητικὴ Πρόοδος ἢ Γρελανδέζικη
Ἀναισθησία; Ποῦ τὶς πᾶτε, ποῦ τὶς
πᾶτε τὶς Γερμανομπογιές; Τὶς Γοτθοτεχνίες;
Τὶς Ὀστρογοτθοτροπίες; Αὐτοὺς τοὺς
φρικαλέους Ἐρεβωδοτεχνισμούς; Τί
ζητοῦν; Τί θέλουν εἰς τὸν Ἀδώνειον
Κῆπον τῶν Θεῶν; Καὶ ποῦ νὰ κρυφθοῦν;
Καὶ μὲ τί νὰ κρυφθοῦν;
Ἔλθωμεν λοιπὸν εἰς τὰ Μόναχα.
Ἐκεῖ οὐρανὸς Κλειστός. Αἰωνία
Συννεφιά. Αἰωνία Μαυρίλα. Αἰώνιον
Πένθος. Αἰωνία Ὁμίχλη, Αἰωνία Πάχνη.
Αἰωνία Ὑγρασία. Αἰωνία Μούχλα. Αἰωνία
Σαπίλα. Καμπουρογραμμία Γῆς. Ξυλογραμμία
δένδρων. Καὶ βάρος καὶ πάχος καὶ πύκνα
ἀέρος. Καὶ στούπωμα τῶν πάντων μὲ
μπαμπάκια ὁμίχλης. Ὁ Οὐρανὸς κλειστός.
Ἡ Γῆ κλειστή. Ὁ Ἀέρας κλειστός. Τὸ
Σπίτι κλειστόν. Τὸ Ροῦχον κλειστόν. Τὸ
Σῶμα κλειστόν. Ὁ Ἄνθρωπος κλειστός.
Τὸ Πνεῦμα κλειστόν. Ὁ Οὐρανὸς σκότος.
Ἡ Γῆ πένθος. Τὰ Φῶτα λύπη. Τὰ Ζῷα
μελαγχολία. Ὁ Ἀέρας ὑγρὰ πηκτὴ μαυρίλα.
Ὅλος ὁ ΕΞΩ ΚΟΣΜΟΣ σπρώχνει τὸν
Ἄνθρωπον εἰς ἕνα καταφύγιον, εἰς ἕνα
ὑπόγειον. Καὶ ἐκεῖ ζῇ μίαν ζωὴν
τεχνητήν. Τὸ Πνεῦμα καὶ αἱ Τέχναι
εἶναι Ἐπιστῆμαι, εἶναι Μηχανήματα,
ἐμπορεύματα, βιομηχανήματα. Κάμετε
μίαν εἰκόνα, ἕνα ἄγαλμα, ὅπως καὶ κάθε
ἄλλη μηχανὴ καὶ βίδα. Καὶ ζῇ ἐκεῖ μὲ
ἕνα ψεύτικον Φῶς, μίαν ζωὴν ψεύτικην.
Ψεύτικον Φῶς. Ψεύτικον πνεῦμα. Ψεύτικαι
τέχναι.
Γνωρίζει τὸ ἀληθινὸν φῶς, τὸ
ἀληθινὸν πνεῦμα, τὴν ἀληθινὴν τέχνην
ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν Ἰταλίαν, τὰ
βιβλία. Ὁ Εὐρωπαῖος μιμεῖται τὴν
Ἐξωτερικὴν Φύσιν μὲ τὴν Ἐσωτερικήν
του Φύσιν. Καὶ ἡ Ἐσωτερική του Φύσις
εἶναι ἀπόρροια τῆς Ἐξωτερικῆς του
Φύσεως. Εἶναι ἡ τελεία ἁρμονία. Εἶναι
ὁμοούσιος. Εἶναι ἕνα Πρᾶγμα.
Εἰς κάθε Γῆν: φυτόν, ζῴον,
ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα πρᾶγμα. Καὶ ἐκ
τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ Ἔσω καὶ Ἔξω Κόσμου
γεννᾶται ἡ Αἰσθητικὴ τοῦ κάθε Λαοῦ.
Ἐγεννήθη ἡ Αἰσθητικὴ τοῦ Εὐρωπαίου.
Ἡ Αἰσθητικὴ τοῦ Βορείου. Ὁ Εὐρωπαῖος
μιμεῖται τὴν Καμπουρογραμμίαν τῆς
Γῆς του, τὴν ξυλογραμμίαν τῶν φυτῶν
του, τὴν μαυρότητα, τὴν ὑγρότητα, τὴν
χονδρότητα τῶν φυτικῶν ἀντικειμένων,
τὴν μεστότητα χυμῶν, κορμῶν, καὶ
κλάδων, τὴν βαθυπρασινότητα τῶν
φυλλωμάτων, τὴν μαυρίλαν τῶν Σκιῶν,
τὸ Χοιρομηρικὸν Πάχος τοῦ Ἀέρος.
Ἕνας Γερμανός, λόγου χάριν, μὲ
Σῶμα ὑλικῆς συστάσεως καὶ γραμμικῆς
λεπτότητος Πελασγικοῦ βάθρου, μὲ
στόμαχον, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ μπίρρα
ἀγωνίζεται νὰ τρίψῃ τὰ δυνατώτερα
λουκάνικα καὶ τὰ ξυλωδέστερα λαχανικά,
μὲ ἐγκέφαλον παχύν, βαρύν, πυκνόν,
σκοτισμένον, ὁμιχλώδη, λαβυρινθώδη ἀπὸ
τοὺς ἐσωτερικοὺς ἀτμοὺς τῶν ζυμώσεων
καὶ στουμπωμένον ἀκόμη ἀπό τὸν
πεπιεσμένον ἀτμὸν ἑκατὸν ἀτμοσφαιρῶν
τῆς ὁμιχλογερμανοσοφίας καὶ ἀκόμη
ἀπό τους καπνοὺς τῆς πίπας, μιμεῖται
ὅ,τι βλέπει πάντοτε... μὲ ἕνα ζευγάρι
γυαλιά, συνήθως μὲ δύο, ὄχι σπανίως μὲ
τρία, καὶ ἐκφράζει διὰ τῆς Τέχνης του
ὅ,τι εἶναι ἡ Γῆ του καὶ ὅ,τι εἶναι
αὐτός.
Ἔπειτα τὸ βλέπει, τὸ εὑρίσκει
ὅμοιον, τοῦ ἀρέσει καὶ ἔπειτα τρέχει,
φορεῖ τὴν ρόμπα του, φορεῖ τὴ σκούφια
του, ἀνάβει τὴν σόμπα του, κρεμιέται
εἰς τὴν πίπαν του, μένει ἐκεῖ ὀκτὼ
μῆνες καὶ σοῦ πετᾷ 32 τόμους Αἰσθητικῆς,
ὅπου ὅλο τὸ Ὡραῖον τῆς οἰκουμένης
ἐξηγεῖται, σχολιάζεται, διορθώνεται,
κατὰ τὴν ρόμπα, τὴν πίπα, τὴν σκούφια
καὶ τὴν βαρβαροσαπίλα κάθε Φονπρίτς,
Μπουρούμπρουμπούψ, Γκεμποργκενλιοῦχενχφστυξ.
Τί διάβολον θέλει ὁ Γερμανός, ὁ
Σουηδός, ὁ Παρισινός, ὁ Λονδρέζος νὰ
ὁμιλῇ διὰ πράγματα... ποὺ δέν βλέπει!
Καὶ νὰ νομοθετῇ ἐπὶ πραγμάτων ποὺ
δὲν βλέπει. Αἱ γραμμικαὶ καὶ χροϊκαὶ
τέχναι ὅλαι εἶναι Γραμμαὶ καὶ Χρώματα.
Καὶ ὁ κάθε Γερμανός, Σουηδός, Παρισινός,
Λονδρέζος πηγαίνει... εἰς τὴν Ἰταλίαν
διὰ νὰ ἰδῇ οὐρανόν, ἀέρα, σύννεφα,
γῆν, φυτά, ζῷα, διὰ νὰ ἰδῇ Γραμμὰς
καὶ Χρώματα!
Εἰς τὸν τόπον του ὁ Γερμανὸς
ζωγράφος βλέπει: Μίαν πεδιάδα ὁλόκληρον,
ἕνα οὐράνιον ἀλισιβωτὸν χρῶμα, τοῦ
ὁποίου ἡ πάχνη, ἡ ὁμίχλη, ἡ καταχνιά,
τὴν πλακώνει, τὴν στουμπώνει, πνίγει
κάθε κρότον, κάθε σχῆμα, κάθε γραμμὴν
καὶ τὴν παρουσιάζει ἕνα πράσινον ὑγρὸν
ὁμιχλόχρωμα. Τραβᾷ λοιπὸν δέκα
πινελιὲς μὲ πινέλο πλατὺ Σοφατζῆ, ἀπὸ
μπογιὰ στάχτη τῆς μπουγάδας, ἄλλες
δέκα πράσινες ἀπὸ κάτου καὶ ἡ εἰκών
του εἶναι καμωμένη.
Μία ἀγελάδα εἶναι ἐμπρός του
καὶ τοῦ κάνει κόρτε. Διότι καὶ ἡ ἀγελάδα
ἐκεῖ εἶναι κοντόφθαλμη, διότι καὶ
ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ διαβάζει φιλοσοφικὰ
συγγράμματα. Δηλαδὴ ὁ ζωγράφος
γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀγελάδα, πὼς εἶναι
ἀγελάδα, ἀλλὰ οὔτε τὴν βλέπει οὔτε
φαίνεται. Ἡ ἀγελάδα ἐκεῖ φαίνεται
μόλις ἕνα μαυροκανελλόχρωμον τομάρι
-σὰν ταπετάκι ἁπλωμένο- μία χροϊκὴ
μάκια λοιπὸν σχηματίζουσα ἰδέαν
ἀγελαδινοῦ σχήματος καὶ ἔγινε καὶ
ἡ ἀγελάδα.
Ἕνας ἄνθρωπος περνᾷ· ἕνα σῶμα
βοδιοῦ ὀρθοῦ, ὀλίγον φόρεμα· ὁλίγον
καπέλλο· σῶμα δὲν διαγράφεται διότι
τὸ πάχος του ἐνώνεται μὲ τὸ πάχος τῆς
ὁμίχλης, τὸ καπέλλο χάνεται εἰς τὴν
ὁμίχλην· ἄλλη μία μάκια, μὲ περίπου
ἰδέαν ἀνθρώπου. Προφανὲς καὶ φυσικώτατον
ὅτι ἡ Γραμμὴ εἶναι ἄχρηστος, ἀσήμαντος...
ἀφοῦ εἶναι ἀόρατος.
Ἡ Σκιὰ μουντζούρα, ἀφοῦ ἡ σκιὰ
τοῦ σὰν λαμπάδας μὲ κοκκαλωμένα δάκρυα
πεύκου εἶναι: Καλόγερος. Ὅλα γίνονται
ὄγκοι, ἐπιφάνειαι: Χρῶμα μόνον. Καὶ
Χρῶμα φυσικὰ ἐρεβῶδες. Καὶ ἐπειδὴ
εἶναι κοντόφθαλμος καὶ ἐπειδὴ
ζωγραφίζει σκοτάδια, καὶ ἐπειδὴ τὸ
ἔργον του θὰ τὸ βάλῃ εἰς σκοτάδια,
δυναμώνει τὰς ἀντιθέσεις, δυναμώνει
καὶ ἐξαγριώνει τὰ φωτισμένα μέρη.
Καὶ ὅ,τι δὲν εἶναι αὐτὸ εἰς
τὴν Τέχνην τοῦ Γερμανοῦ, εἶναι ψευτιά,
ψευτιὰ ἀναίσχυντος, κακοηθεστάτη.
Εἶναι ἰδέαι, εἶναι Τέχνη, εἶναι
τεχνοτροπίαι παρμέναι, κλεμμέναι,
δανεισμέναι ἀπὸ τὰς χώρας τοῦ Φωτός.
Ὁ Γερμανὸς εἶναι Στραβός. Καὶ μὲ τὴν
ὑπομονήν του ἡ ὁποία ἐμελαγχόλησεν
ὅλους τοὺς γαϊδάρους τῆς οἰκουμένης,
θέλων νὰ μάθῃ, νὰ προφιτίρῃ, νὰ μισθωθῇ,
ἀπεστραβώθη ἀπὸ τὸ διάβασμα.
Παχύς, λουκανικῶς λαδερός,
χοιρομηρικός, πτωχός, πειναλέος, καὶ
Στραβός, βλέπει μὲ τὰ ἀγριόχερά του.
Διὰ νὰ ζωγραφήσῃ θέλει ὑλικὰ τῆς
ἐσχάτης φτώχιας, θέλει λινάτσα ἄγρια,
ἑκατὸν φορὲς ἀγριωτέραν ἀπὸ κάθε
καραβόπανον· θέλει μπογιὲς λαδερές,
παχειές, πηκτές, σάλτσες· θέλει πινέλο
βοῦρτσα ἀλόγου· θέλει νὰ κολλήση
τὶς μπογιὲς μὲ τὸ μυστρί, ὅπως τὴν
μουστάρδα εἰς τὸ ψωμί του· θέλει νὰ
μυρίζῃ ἡ μπογιά· θέλει νὰ πίνῃ ἡ
ἀγριολινάτσα τὶς μπογιὲς καὶ θέλει
νὰ φάῃ αὐτὸς λινάτσα καὶ μπογιὲς καὶ
βοῦρτσες καὶ κορνίζα.
Νά ὁ ζωγράφος εἰς τὸ ἐργαστήριόν
του: σόμπα, ρόμπα, σκούφια, πίπα. Τὸ
Σάπιον Φῶς περνᾷ τὰ παπλώματα τῶν
ὁμιχλῶν καὶ διαθλᾶται· περνᾷ τοὺς
λασπώδεις, καρβουνώδεις ἀέρας καὶ
θρυμματίζεται· περνᾷ τὰ σκοτεινὰ
γυαλιὰ τῶν σπιτιῶν καὶ σαραβαλιάζεται
καὶ ἀπονεκρώνεται καὶ ἀποψοφᾷ καὶ
φθάνει μουχλοπτωμαΐνη καὶ χάνεται εἰς
τὰ σκοτεινὰ ἐσωτερικά, χωρὶς νὰ φθάσῃ
εἰς πουθενά, χωρὶς ν᾿ ἀκουμπήσῃ εἰς
τίποτε.
Ἡ σόμπα, ἡ λάμπα, ἕνα κερί,
φέγγουν περισσότερον ἀπὸ τὸν Ἥλιον.
Μία καντήλα εἶναι προτιμοτέρα· εἶναι
μία ζωηροτάτη ἑστία φωτίζουσα ἐντελῶς
εἰς μίαν ὡρισμένην ἀκτῖνα. Ἐνῷ τὸ
Νεκρόφως εἶναι παντοῦ καὶ δὲν φωτίζει
τίποτε. Ἕνας μέγιστος ζωγράφος κάμνει
τὸ ἐργαστήριόν του σκοτεινὸν φωτογραφικὸν
θάλαμον καὶ ἀφίνει μίαν τρυπίτσαν εἰς
τὸ ταβάνι. Ἡ εἰκών του εἶναι ᾌδης καὶ
φαίνεται μόνον μία φλούδα προσώπου
φωτισμένη, ὀλίγον μάγουλον, ἕνα μάτι,
ἡ γραμμὴ τῆς μύτης. Πομμερανὸς χωριάτης
κοκκαλιασμένος, πειναλεώτατος, ἀλλὰ
ἡρακλειότατος, ἀλλὰ σιδηροῦς, μὲ
Μπισμαρκικὲς καὶ Νιτσεϊκὲς μουστακάρες
καὶ φρυδάρες, μὲ τριγωνικὸν Γουλιελμικὸν
κρανίον, τοῦ ὁποίου λείπει ὅλη ἡ
μετωπικὴ φέτα, καραφλὸν μὲν ἀλλὰ μὲ
δύο τρίχες καρφιὰ σκαντσοχοίρου ποὺ
τρυποῦν τὴν σκούφια, πλησιάζει τὰ
τρίποδα, τὰ τελάρα, τὶς λινάτσες σὰν
θηριομάχος.
Πελώριος, ἄγριος, κλειστός,
σουφρωτός, πετῶν σκυθρωπασμούς, μὲ
κλωτσημοὺς πίπας καὶ βομβαρδισμοὺς
καπνικῶν νεφῶν ρίχνεται εἰς τὸ
κακόμοιρον... Ὡραῖον μὲ λύσσαν ταύρου
ποὺ τοῦ ἔσεισαν κόκκινο πανί.
Ἅμα ἰδῇ λινάτσα, τοῦ μυρίσῃ
μπογιὰ -δηλητηριασμένος ἀπὸ μπογιά!-
μαίνεται. Σείονται τὰ τρίποδα, βογγοῦν
οἱ λινάτσες, τρέμουν τὰ τελάρα. Καὶ ἡ
Καλλιτεχνία ἀρχίζει, Στὸκ τσοὺκ πὰφ
πούφ· γρονθοκοπήματα, κλωτσήματα,
μπατσίσματα, χαστουκίσματα, μὲ μπογιά·
οἱ μουστάρδες ἐκόλλησαν εἰς τρία
δευτερόλεπτα· Νά τὰ ἔξοχα καὶ τὰ
θαυμάσια, τὰ ἀνατρεπτικὰ ὅλου τοῦ
ἑλληνικοῦ ὡραίου, ὅλου τοῦ ὡραίου
τῆς Γῆς, τὰ διὰ δυναμίτιδος ἀνοικτὰ
Νέων Κόσμων, τὰ ἐξελικτικά, τὰ
ὑπεράνθρωπα...
Γαϊδουροσώματα Βουβαλοσώματα
Κάθε ΣΤΟΥΚ. Καὶ νά ὁ Στούμπ· καὶ νά ὁ
Μπέεεκλουκ· καὶ νά ὁ Μπρουπρίτσγάουγαουφ.
Καὶ νά ὁ Νέος Προφήτης τοῦ Ὡραίου, ὁ
νέος ἐκ τοῦ Βορρᾶ...
Ἥλιος ὁ Τρισμέγιστος Φὸν
Κουτσουρούκκατσαρόλχερν. Δηλαδὴ ὅλη
ἡ ἀνατομία τοῦ Ὡραίου, ὅλη ἡ Παθολογία,
ὅλη ἡ Πτωματολογία, ὅλη ἡ Βλακοσοφία,
ὅλη ἡ Ἐπιστημονική... κακὴ ψυχρή της
ἡμέρα... ἀνάλυσις, ὅλη ἡ διάλυσις τοῦ
φωτός, ὅλη ἡ ΧΗΜΕΙΑ ὅλη ἡ ἀλχημία τῆς
φτώχιας, τῆς πείνας, τῆς κακκοριζικιᾶς,
τῆς στραβομάρας, τῆς βουβαλομάρας, τῆς
ΨΕΥΤΙΑΣ καί της... Προφιτίρλας!
ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρεβώδη τῶν Βορείων
ΑΤΙΜΑΣΜΑΤΑ τοῦ ΩΡΑΙΟΥ, ὅλα αὐτὰ τὰ
Λύκινα ξεσχίσματα τῶν σαρκῶν τῆς
ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ, τὰ ὁποῖα ἐδημιούργησαν
αὐτοὶ οἱ τερατοποιοί, ἅμα παρέλαβον
ἀπὸ τοὺς ἄλλους βαρβάρους, αἱμοβόρους,
κοκκινοβόρους, Μεθύστακας τοῦ Que bello
Ἰταλούς, τοὺς Ἰταλοὺς τῆς ὑφ᾿ ἡμῶν
δημιουργηθείσης Ἀναγεννήσεώς των,
δηλαδὴ τοὺς αἰωνίους Χονδρορρωμαίους,
ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ποὺ οἱ Ὁλλανδέζοι
ἀφῆκαν τὴν Ἰταλικήν, ἐν Ἰταλίᾳ,
διδασκαλίαν καὶ ἀπομίμησιν τοῦ Φωτὸς
τοὐλάχιστον καὶ τῆς σχετικῆς ὡραιοτάτης
τέχνης τῆς Γραμμῆς καὶ τοῦ Χρώματος,
ἀφ᾿ ὅτου ἐγκατέλειψαν τὴν μόνην καὶ
μοναδικὴν Χώραν τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς
Τέχνης μετὰ τὴν Ἑλλάδα μας, ἀφ᾿ ὅτου
οἱ ἀρχισκαπανεῖς αὐτοὶ τοῦ Ξεπατωμοῦ
τοῦ Ὡραίου ἐρρίφθησαν εἰς τὰ
βουστάσιά των καὶ εἰσήγαγον εἰς τὴν
Τέχνην ὅλην τὴν Βουστασιακήν, ἀγελαδινὴν
καὶ ὀλλανδοτυρικὴν Ἀνθρωπότητά των,
εἰσήγαγον εἰς τὴν Ζωγραφικὴν τὰ
μακελειὰ καὶ τὰ πλουσιώτατα Χασαπουλειὰ
μὲ τὰ κρεμασμένα μπούτια, σβέρκους,
στήθη, κοιλιές, τὰ λαμπρόαιμα
γυναικοκρέατα.
Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐπέδρασαν καὶ
εἰς τοὺς Γάλλους καὶ τοὺς Ἄγγλους
καὶ κάθε ἄλλους διαβόλους διὰ τῶν
ἔργων τῶν καὶ διὰ τῶν ἀπαισιωτέρων
των Αἰσθητικῶν καὶ τὰ ὁποῖα μιμεῖσθε
Σεῖς, τὰ Γεννήματα τοῦ λαμπροτάτου
γηΐνου φωτός, τὰ θρέμματα τῆς
ὑπερωραιοτάτης Γῆς τῶν Θεῶν.
Καὶ οἱ θεόζουρλοι ἐντελῶς διὰ
τρελλομανδύαν, Ἀθεοφοβότατοι καὶ
ἀξιοκρεμαστότατοι ξεκινᾶτε καὶ
πηγαίνετε διὰ νὰ διδαχθῆτε τὰς τέχνας
τοῦ φωτὸς εἰς τὰ κέντρα τοῦ Σκότους,
εἰς αὐτὸν τὸν ὀμφαλὸν τοῦ Ἐρέβους,
τὸ Μόναχον, Σεῖς...
Ἐνῷ ὅλοι οἱ Μεγάλοι Βόρειοι,
ὅλοι οἱ Ἄγγλοι ὅλοι οἱ Γάλλοι, ὅλοι
οἱ ΓΕΡΜΑΝΟΙ, οἱ ὁποῖοι εἶπον κάτι
φωτεινὸν καὶ ἔγραψαν κάτι, καὶ
ἐτραγούδησαν κάτι, καὶ ἐπλησίασαν
κατά τι πρὸς τὸ Φῶς ἢ δὲν ἐπλησίασαν
καθόλου, ἀδιάφορον, κατεβαίνουν ὅλοι
εἰς τὴν Ἰταλίαν διὰ νὰ ἰδοῦν τὸ Φῶς.
Δείτε και εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου