ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΩΝΑ ΚΑΣΣΙΟ
Μετάφραση Δημήτρη Σκουρτέλη.
"Ο Αδριανός κατάγονταν από οικογένεια βουλευτή και στρατηγού, του Άφερ –έτσι τον έλεγαν. Είχε φυσική τάση στα Γράμματα, και στις δυο γλώσσες. (Ελληνικά και Λατινικά) και άφησε αρκετά έργα, πεζά και έμμετρα. Είχε μεγάλη διάθεση γι αυτά, και για όλα τα άλλα, και τα κατώτερα. Έγραφε, σκάλιζε, και έλεγε πως γνώριζε τα πάντα, ειρηνικά, πολεμικά, βασιλικά και ιδιωτικά. Με αυτά δεν έβλαφτε και κανένα, αλλά φθονούσε υπερβολικά όσους ήταν καλύτεροι από αυτόν, και από δαύτους καθαίρεσε και εκτέλεσε πολλούς. Θέλοντας να υπερισχύει, μισούσε όσους ξεχώριζαν σε κάτι από αυτόν.
Εξ αιτίας αυτού, προσπάθησε να καταστρέψει τους σοφιστές Φαβωρίνο τον Γαλάτη και Διονύσιο τον Μιλήσιο, και μάλιστα να προωθήσει τους ανταγωνιστές τους, όσους ήταν μηδενικά ή κάτι ελάχιστα καλύτερο.
Έτσι ο Διονύσιος λένε πως είπε στον Αβίδιο Ηλιόδωρο που του έφερνε τις επιστολές (του Αδριανού) «Μπορεί να σου δίνει χρήματα και τιμές ο Καίσαρας, αλλά ρήτορα να σε κάμει δεν μπορεί»
Και ο Φαβωρίνος, που θα δικάζονταν σχετικά με το αφορολόγητο που αξίωνε να έχει στην πατρίδα του, υπολογίζοντας πως θα καθυβρίζονταν και θα μειώνονταν, πήγε μεν στη δίκη, αλλά τίποτα δεν είπε παρά: «Μου είπε ο δάσκαλός μου στον ύπνο μου απόψε να υπηρετώ την πατρίδα μου όπως αυτή με γέννησε»
Γι αυτούς τους δυο, ο Αδριανός δεν βρήκε κάτι μεμπτό σαν αφορμή να τους καταστρέψει. Αλλά τον Απολλόδωρο, τον αρχιτέκτονα που έχτισε επί Αυτοκράτορα Τραϊανού την Αγορά, το Ωδείο και το Γυμνάσιο στη Ρώμη, αρχικά τον εξόρισε και μετά τον εκτέλεσε, με πρόσχημα κάποιο έγκλημα, αλλά στην πραγματικότητα, γιατί όταν ο Τραϊανός του ανέθετε τα έργα, ο Απολλόδωρος είχε απαντήσει έτσι σε μια ηλίθια παρατήρηση του Αδριανού: «τράβα βάψε τις κολοκύθες σου. Γι αυτά εδώ είσαι άσχετος». Αυτό τότε ο Αδριανός το είχε για κάτι σπουδαίο.
Την μνησικακία την κράτησε όταν έγινε Αυτοκράτορας μην αντέχοντας την ελευθεροστομία του αρχιτέκτονα. Για να του αποδείξει πως μπορεί να κάνει μεγάλα πράγματα χωρίς αυτόν, του έστειλε τα σχέδια του ναού της Αφροδίτης και της (θεάς) Ρώμης, ρωτώντας τον αν το κτίριο είναι καλό.
Ο Απολλόδωρος απάντησε πως ο ναός έπρεπε να είναι υπερυψωμένος για να φαίνεται από την Ιερά οδό, αλλά και να έχει υπόγειο ώστε να είναι εκεί τα μηχανήματα κρυμμένα και να χρησιμοποιούνται χωρίς να φαίνονται στο θέατρο. (πως γίνονταν τα.. θαύματα, ε;)
Όσο για τα αγάλματα, είπε πως σχεδιάστηκαν μεγαλύτερα από ναό, και «αν οι θεές» είπε «σηκωθούν και θελήσουν να φύγουν, δεν θα μπορούν»
Με το που του τα έγραψε αυτά κατάμουτρα, και τσαντίστηκε αυτός, και είδε πως έκανε λάθος ανεπανόρθωτο, δεν συγκράτησε μήτε τον θυμό μήτε την λύπη του, και τον καθάρισε.
Αυτός ήτανε ο χαρακτήρας του. Δεν ζήλευε μόνο τους ζωντανούς, μα και τους πεθαμένους. Θέλοντας να καταργήσει τον Όμηρο, εισήγαγε σε αντικατάστασή του τον Αντίμαχο, που οι περισσότεροι, προηγουμένως, μήτε το όνομά του γνώριζαν."
[3] Ἦν δὲ Ἁδριανὸς γένος μὲν βουλευτοῦ πατρὸς ἐστρατηγηκότος Ἁδριανοῦ Ἄφρου (οὕτω γὰρ ὠνομάζετο), φύσει δὲ φιλολόγος ἐν ἑκατέρᾳ τῇ γλώσσῃ· καί τινα καὶ πεζὰ καὶ ἐν ἔπεσι ποιήματα παντοδαπὰ καταλέλοιπε. φιλοτιμίᾳ τε γὰρ ἀπλήστῳ ἐχρῆτο, καὶ κατὰ τοῦτο καὶ τἆλλα πάντα καὶ τὰ βραχύτατα ἐπετήδευε· καὶ γὰρ ἔπλασσε καὶ ἔγραφε καὶ οὐδὲν ὅ τι οὐκ εἰρηνικὸν καὶ πολεμικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ ἰδιωτικὸν εἰδέναι ἔλεγε. Καὶ τοῦτο μὲν οὐδέν που τοὺς ἀνθρώπους ἔβλαπτεν, ὁ δὲ δὴ φθόνος αὐτοῦ δεινότατος ἐς πάντας τούς τινι προέχοντας ὢν πολλοὺς μὲν καθεῖλε συχνοὺς δὲ καὶ ἀπώλεσε. Βουλόμενος γὰρ πάντων ἐν πᾶσι περιεῖναι ἐμίσει τοὺς ἔν τινι ὑπεραίροντας. Κἀκ τούτου καὶ τὸν Φαουωρῖνον τὸν Γαλάτην τόν τε Διονύσιον τὸν Μιλήσιον τοὺς σοφιστὰς καταλύειν ἐπεχείρει τοῖς τε ἄλλοις καὶ μάλιστα τῷ τοὺς ἀνταγωνιστάς σφων ἐξαίρειν, τοὺς μὲν μηδενὸς τοὺς δὲ βραχυτάτου τινὸς ἀξίους ὄντας· ὅτε Διονύσιος πρὸς τὸν Ἀουίδιον Ἡλιόδωρον, τὸν τὰς ἐπιστολὰς αὐτοῦ διαγαγόντα, εἰπεῖν λέγεται ὅτι « Καῖσαρ χρήματα μέν σοι καὶ τιμὴν δοῦναι δύναται, ῥήτορα δέ σε ποιῆσαι οὐ δύναται », καὶ ὁ Φαουωρῖνος μέλλων παρ´ αὐτῷ περὶ τῆς ἀτελείας ἣν ἐν τῇ πατρίδι ἔχειν ἠξίου δικάσασθαι, ὑποτοπήσας καὶ ἐλαττωθήσεσθαι καὶ προσυβρισθήσεσθαι, ἐσῆλθε μὲν ἐς τὸ δικαστήριον, εἶπε δὲ οὐδὲν ἄλλο ἢ ὅτι « ὁ διδάσκαλός μου ὄναρ τῆς νυκτὸς ταύτης ἐπιστάς μοι ἐκέλευσε λειτουργεῖν τῇ πατρίδι ὡς καὶ ἐκείνῃ γεγεννημένον ».
[4] Ἁδριανὸς δὲ τούτων μέν, καίπερ ἀχθεσθείς σφισιν, ἐφείσατο, μηδεμίαν εὔλογον ὀλέθρου κατ´ αὐτῶν ἀφορμὴν λαβών· τὸν δ´ Ἀπολλόδωρον τὸν ἀρχιτέκτονα τὸν τὴν ἀγορὰν καὶ τὸ ᾠδεῖον τό τε γυμνάσιον, τὰ τοῦ Τραϊανοῦ ποιήματα, ἐν τῇ Ῥώμῃ κατασκευάσαντα τὸ μὲν πρῶτον ἐφυγάδευσεν, ἔπειτα δὲ καὶ ἀπέκτεινε, λόγῳ μὲν ὡς πλημμελήσαντά τι, τὸ δ´ ἀληθὲς ὅτι τοῦ Τραϊανοῦ κοινουμένου τι αὐτῷ περὶ τῶν ἔργων εἶπε τῷ Ἁδριανῷ παραλαλήσαντί τι ὅτι « ἄπελθε καὶ τὰς κολοκύντας γράφε· τούτων γὰρ οὐδὲν ἐπίστασαι ». Ἐτύγχανε δὲ ἄρα τότε ἐκεῖνος τοιούτῳ τινὶ γράμματι σεμνυνόμενος. Αὐτοκρατορεύσας οὖν τότε ἐμνησικάκησε καὶ τὴν παρρησίαν αὐτοῦ οὐκ ἤνεγκεν. Αὐτὸς μὲν γὰρ τοῦ τῆς Ἀφροδίτης τῆς τε Ῥώμης ναοῦ τὸ διάγραμμα αὐτῷ πέμψας, δι´ ἔνδειξιν ὅτι καὶ ἄνευ ἐκείνου μέγα ἔργον γίγνεσθαι δύναται, ἤρετο εἰ εὖ ἔχοι τὸ κατασκεύασμα· ὁ δ´ ἀντεπέστειλε περί τε τοῦ ναοῦ {καὶ} ὅτι καὶ μετέωρον αὐτὸν καὶ ὑπεκκεκενωμένον γενέσθαι ἐχρῆν, ἵν´ ἔς τε τὴν ἱερὰν ὁδὸν ἐκφανέστερος ἐξ ὑψηλοτέρου εἴη καὶ ἐς τὸ κοῖλον τὰ μηχανήματα ἐσδέχοιτο, ὥστε καὶ ἀφανῶς συμπήγνυσθαι καὶ ἐξ οὐ προειδότος ἐς τὸ θέατρον ἐσάγεσθαι, καὶ περὶ τῶν ἀγαλμάτων ὅτι μείζονα ἢ κατὰ τὸν τοῦ ὕψους τοῦ μεγάρου λόγον ἐποιήθη· « ἂν γὰρ αἱ θεαί » ἔφη « ἐξαναστήσεσθαί τε καὶ ἐξελθεῖν ἐθελήσωσιν, οὐ δυνηθήσονται ». Ταῦτα γὰρ ἄντικρυς αὐτοῦ γράψαντος καὶ ἠγανάκτησε καὶ ὑπερήλγησεν ὅτι καὶ ἐς ἀδιόρθωτον ἁμαρτίαν ἐπεπτώκει, καὶ οὔτε τὴν ὀργὴν οὔτε τὴν λύπην κατέσχεν, ἀλλ´ ἐφόνευσεν αὐτόν. Καὶ οὕτω γε τῇ φύσει τοιοῦτος ἦν ὥστε μὴ μόνον τοῖς ζῶσιν ἀλλὰ καὶ τοῖς τελευτήσασι φθονεῖν· τὸν γοῦν Ὅμηρον καταλύων Ἀντίμαχον ἀντ´ αὐτοῦ ἐσῆγεν, οὗ μηδὲ τὸ ὄνομα πολλοὶ πρότερον ἠπίσταντο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου