ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
“Αλέξανδρος ή ψευδομάντης”
Έμμετρη διασκευή αποσπάσματος:
Δημήτρης
Σκουρτέλης
Από την Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη. |
Έν΄αγοράκι
ήτανε, γλυκό σαν καραμέλα
και πούλαγε τα
κάλλη του σε κάτι μπαμπαλήδες.
γιατί λεφτά μυρίζονταν απ των θεών τα πάθη.
Μα όταν πια μεγάλωσε δεν πέρναγ' η μπογιά του
και έτσι αποφάσισε άλλη δουλειά να κάνει
όχι καλή και τίμια, μα κάτι άλλο ψάχνει
όχι καλή και τίμια, μα κάτι άλλο ψάχνει
με μάγια και με φάρμακα, και με γητειές περίσσιες.
Και από πάντα ήθελε θρησκευτικά να μάθειγιατί λεφτά μυρίζονταν απ των θεών τα πάθη.
Επήγε και μαθήτευσε στα Τύανα, στο μάντη
τον Απολλώνιο μαθές τον μέγα Τυανέα.
Εκεί πολύ δεν κάθησε, τα ζόρια τον εβρήκαν
Πολύ Ινδία άκουγε, εκεί λεφτά δεν είχαν.
τον Απολλώνιο μαθές τον μέγα Τυανέα.
Εκεί πολύ δεν κάθησε, τα ζόρια τον εβρήκαν
Πολύ Ινδία άκουγε, εκεί λεφτά δεν είχαν.
Σε έναν μάγο
έπιασε καλή δουλειά αμέσως
και σκέφτηκαν το κόλπο τους που έπρεπε να στήσουν
και σκέφτηκαν το κόλπο τους που έπρεπε να στήσουν
απ' τα κορόιδα
μια χαρά τους οβολούς να παίρνουν.
Βρήκαν μια χήρα
πλούσια, τη λέγανε Μακέτη
και τα λεφτά της φάγανε και όλα της τα πλούτη.
Μ' ετούτη εταξίδεψαν ως την Μακεδονία
και είδανε τους φίδαρους οπού εκεί κρατούσαν.
Ήταν τα φίδια ήμερα, κανένα δεν πειράζαν
και τα λεφτά της φάγανε και όλα της τα πλούτη.
Μ' ετούτη εταξίδεψαν ως την Μακεδονία
και είδανε τους φίδαρους οπού εκεί κρατούσαν.
Ήταν τα φίδια ήμερα, κανένα δεν πειράζαν
και όλοι τ΄
αγαπάγανε γιατ΄ ήτανε γενιά τους.
Ο βασιλιάς
Αλέξανδρος έλεγαν, εγεννήθη
από ΄να τέτοιο φίδαρο και την Ολυμπιάδα.
Με μιας φτηνά αγόρασαν ένα μεγάλο φίδι
από ΄να τέτοιο φίδαρο και την Ολυμπιάδα.
Με μιας φτηνά αγόρασαν ένα μεγάλο φίδι
κι αφού το
συζητήσανε στη Χαλκηδόνα πήγαν.
Και να τι αποφάσισαν οι δυο απατεώνες:
Ο κόσμος είναι -λέγανε- χαζός και φοβιτσιάρης
και τα λεφτά του ακουμπά σ΄όποιον το μέλλον λέει.
Επήγανε λοιπόν κρυφά στ΄Απόλλωνα τα άγια
κι εκεί εθάψανε κρυφά πήλινες πινακίδες
που έγραφαν πως οι θεοί από εκεί θα φύγουν
και σ΄άλλο μέρος θε να παν, για πάντα ΄κει θα μείνουν.
Και μόλις ανακάλυψαν οι άλλοι, τα κορόιδα
τις πινακίδες που ΄γραφαν πως οι θεοί μισεύουν
εκεί στην
Αβωνότειχο τη ξακουσμένη πόλη
άρχισαν να τους χτίζουνε τέμενος μαρμαρένιο.
άρχισαν να τους χτίζουνε τέμενος μαρμαρένιο.
Στο μεταξύ
επέθανε ό ένας, που ήταν μάγος,
κι απόμεινε ο
νεαρός, τον έλεγαν Αλέκο.
Επήρε πόζα
περισσή στολίστηκ΄αρματώθη
και τον προφήτη έκανε και στο ναό επήγε.
και τον προφήτη έκανε και στο ναό επήγε.
Μουτσούνα εμαστόρεψε, σαν του φιδιού κεφάλι
κι όταν το βλέπαν
οι χαζοί αμέσως τον πιστεύαν
πως είναι ο Ασκληπιός, και θεραπεύει πλήθη.
πως είναι ο Ασκληπιός, και θεραπεύει πλήθη.
Και ένα βράδυ
πού 'βρεχε ο Αλέξανδρος εστήθη
και τους πιστούς εμάζεψε, ότι θα γίνει θαύμα.
και τους πιστούς εμάζεψε, ότι θα γίνει θαύμα.
(είχε μαζέψει στους αγρούς ένα μικρούλι φίδι
και έκλεισέ το σ' έν' αυγό με όλη του την τέχνη
το σφράγισε μ'
άσπρο κερί να μη φανεί η τρύπα)
"Τρεχάτε κόσμε!" έλεγε, "τι ο θεός γεννιέται"
Και τά ΄λεγε κι Εβραίικα, κι ο κόσμος ετρελάθη.
Και τά ΄λεγε κι Εβραίικα, κι ο κόσμος ετρελάθη.
Και την κατάλληλη
στιγμή άνοιξε τ' αυγουλάκι
και χαρωπό
ξεπρόβαλλε ΄πο μέσα το φιδάκι.
Και ο κοσμάκης
πίστεψε πως ο θεός γεννήθη
ξεχνώντας πως παλιότερα ήτανε γεννημένος.
ξεχνώντας πως παλιότερα ήτανε γεννημένος.
Και λίγες μέρες
έπειτα έβγαλε την φιδούκλα
Εκείνονε τον φίδαρο απ΄τη Μακεδονία.
Κι έλεγε: “να, μεγάλωσε, το βλέπετε το θαύμα;”
Εκείνονε τον φίδαρο απ΄τη Μακεδονία.
Κι έλεγε: “να, μεγάλωσε, το βλέπετε το θαύμα;”
Του έβγαλε και
όνομα, Γλύκωνα το φωνάζει
και οι πιστοί πληρώνανε να δούνε το φιδάκι.
Και ύστερα ξεκίνησε μια πιο μεγάλη μπίζνα
και οι πιστοί πληρώνανε να δούνε το φιδάκι.
Και ύστερα ξεκίνησε μια πιο μεγάλη μπίζνα
μια που το
ανακάλυψε, πως βλάκες περισσεύουν.
“Προφήτης είμαι” έλεγε “με του θεού τη χάρη
τη μοίρα σας θε να την πω, και θα σας κάνω χάρη.”
Και έτσι ο Αλέξανδρος εγέμισε με χρήμα
και έκανε άλλα πολλά, του πήγαν όλα πρίμα.
Και του κοσμάκη
έπαιρνε όλα του τα δηνάρια
και άκοπα εσώρευε
πλούτη σε μαξιλάρια.
Αλί σου κόσμ΄ηλίθιε,
που θέλεις παραμύθια
ποτέ κανείς δεν άκουσα να θέλει την αλήθεια.
ποτέ κανείς δεν άκουσα να θέλει την αλήθεια.
Για να τους πείσει μάλιστα πως είναι μάντης φίνος
τις ερωτήσεις, έλεγε, δεν διάβαζε εκείνος.
Τις ήθελε να ΄ναι κλειστές σε σφραγισμένο γράμμα
και απαντούσε καθαρά χωρίς να το διαβάσει.
τις ερωτήσεις, έλεγε, δεν διάβαζε εκείνος.
Τις ήθελε να ΄ναι κλειστές σε σφραγισμένο γράμμα
και απαντούσε καθαρά χωρίς να το διαβάσει.
Αλλά το έπαιρνε κρυφά, άνοιγε την σφραγίδα,
το διάβαζε και ύστερα το σφράγιζε και πάλι.
Ήτανε μάστορας καλός, μέγας παραχαράκτης
και χρέωνε κάθε χρησμό μία δραχμή και δύο.
Και άμα πλήρωνες καλά, δεν απαντούσε εκείνος
αλλά ο ίδιος ο θεός έδινε τον χρησμό του.
Μουτσούνα έβαζε καλή στον φίδαρο εκείνο,
αλλά ο ίδιος ο θεός έδινε τον χρησμό του.
Μουτσούνα έβαζε καλή στον φίδαρο εκείνο,
και με σκοινιά την τράβαγε φαίνονταν πως μιλούσε
και είχε έναν βοηθό να λέει από κρυψώνα.
και είχε έναν βοηθό να λέει από κρυψώνα.
Κι αν έβρισκε τα δύσκολα, χρησμό έδινε άλλο
και έστελνε τον άνθρωπο στο δίπλα το μαντείο
κι έτσι συνεργαζότανε, κι ήτανε φίλος μ’ όλους
κανένα δεν συνέφερε να δείξει την απάτη.
και έστελνε τον άνθρωπο στο δίπλα το μαντείο
κι έτσι συνεργαζότανε, κι ήτανε φίλος μ’ όλους
κανένα δεν συνέφερε να δείξει την απάτη.
Τους άθεους τους έβριζε, τους Χριστιανούς επίσης
κι έλεγε πως τους έβλεπε να μαρτυράν στον Άδη.
κι έλεγε πως τους έβλεπε να μαρτυράν στον Άδη.
Σημείωση
διασκευαστή:
Η ιστορία είναι αληθινή. Η λατρεία του Γλύκωνα εξαπλώθηκε σε όλη τη Μικρά Ασία, την Αθήνα και τη Ρώμη. Ένα μικρό Γλυκωνάκι που βρέθηκε στην Αθήνα εκτίθεται στο Μουσείο της αρχαίας Αγοράς. (φωτογραφία επάνω)
Η ιστορία είναι αληθινή. Η λατρεία του Γλύκωνα εξαπλώθηκε σε όλη τη Μικρά Ασία, την Αθήνα και τη Ρώμη. Ένα μικρό Γλυκωνάκι που βρέθηκε στην Αθήνα εκτίθεται στο Μουσείο της αρχαίας Αγοράς. (φωτογραφία επάνω)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου